Το κουρδικό ζήτημα θα αποτελέσει μια από τις κρισιμότερες παραμέτρους της περιφερειακής ασφάλειας στην Μέση Ανατολή τους προσεχείς μήνες. Οι τελευταίες εξελίξεις έχουν ενισχύσει τις φιλοδοξίες για την ίδρυση κουρδικού εθνικού κράτους.

Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι επικρατεί σύμπνοια μεταξύ των διαφόρων ομάδων. Οι σχέσεις μεταξύ των κουρδικών ενόπλων και πολιτικών οργανώσεων της Συρίας, του Ιράκ και της Τουρκίας παραμένουν προβληματικές. Στο Βόρειο Ιράκ η κυβέρνηση Μπαρζανί προσπαθεί να στρέψει την προσοχή μακριά από την εσωτερική επικαιρότητα, στρέφοντας το ενδιαφέρον στο ζήτημα της αυτοδιαθέσεως. Παραδοσιακός εταίρος της Τουρκίας εδώ και δεκαετίες, ο κ. Μπαρζανί ικανοποίησε με το δημοψήφισμα ένα πάγιο αίτημα των κούρδων εθνικιστών. Αυτό του προσέφερε ένα διαπραγματευτικό εργαλείο και υπογράμμισε τόσο την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Κούρδων του Βορείου Ιράκ στην ανεξαρτησία, όσο και πιθανά προσκόμματα. Η κυβέρνηση της Βαγδάτης απαίτησε την επιστροφή εξουσιών που ασκούσε ντε φάκτο η κουρδική κυβέρνηση και προέβη σε κινήσεις αεροπορικού αποκλεισμού του Βορείου Ιράκ. Η ευκολία με την οποία οι ιρακινές ένοπλες δυνάμεις ανακατέλαβαν την πόλη και τις παρακείμενες πετρελαιοπηγές του Κιρκούκ, καθώς και την κατοικουμένη από Γεζίτες περιοχή του Σιντζάρ υπογράμμισε τις ενδοκουρδικές διαιρέσεις.

Το Ιράν δήλωσε την αντίθεσή του στην προοπτική διαμελισμού του Ιράκ ή και της Συρίας και ιδρύσεως κουρδικού κράτους. Η Συρία, στενός σύμμαχος του Ιράν και με την δική της ντε φάκτο κουρδική οντότητα ακολούθησε. Η Τουρκία όχι μόνον καταδίκασε και αμφισβήτησε την εγκυρότητα του δημοψηφίσματος, αλλά προέβη και σε ευθείες απειλές. Σε δηλώσεις του ο πρόεδρος κ. Ερντογάν υπεστήριξε ότι εξαπατήθηκε από τον κ. Μπαρζανί.

Το Κουρδικό επηρεάζει και την εσωτερική πολιτική της Τουρκίας. Ας μην ξεχνούμε ότι και εντός της Τουρκίας η από το 2015 κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας και η υποτροπή των εχθροπραξιών έχουν επαναφέρει το Κουρδικό σε αιματηρό τέλμα. Η πολιτικώς επικερδής στο εσωτερικό και εν όψει των τουρκικών προεδρικών εκλογών, αλλά καταδικασμένη σε αποτυχία επί της ουσίας στάση της τουρκικής κυβερνήσεως αναδεικνύει την τουρκική πτυχή του Κουρδικού ως τμήμα του περιφερειακού προβλήματος.

Αναλόγως προβληματική για τους πολεμίους της κουρδικής ανεξαρτησίας παραμένει η κατάσταση στην Συρία. Οι μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες των κουρδικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Συρία και η αναβαθμισμένη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ προσδίδουν διεθνές κύρος στο φιλοκουρδικό κόμμα PYD. Η ταύτιση του καθεστώτος Άσαντ με την Ρωσία και το Ιράν αφήνουν τους Κούρδους της Συρίας ως τον μοναδικό εντός Συρίας εταίρο της Δύσεως στον αγώνα κατά των τζιχαντιστών.

Η καταδίκη πάντως της χρονικής στιγμής του δημοψηφίσματος από όλες τις δυτικές δυνάμεις και η έκκληση προς όλα τα μέρη για αυτοσυγκράτηση υπογραμμίζουν ότι προς το παρόν η προστασία της εδαφικής ακεραιότητος του Ιράκ εξακολουθεί να αποτελεί τον γνώμονα της δυτικής πολιτικής. Μοναδική εξαίρεση ο πρωθυπουργός του Ισραήλ κ. Νετανιάχου. Η εσωτερική συνοχή του Ιράκ αποτελεί, ωστόσο συνάρτηση όχι μόνον των κουρδικών φιλοδοξιών, αλλά και των σχέσεων μεταξύ της σιιτικής πλειονότητος και της σουνιτικής μειονότητος. Ας μην ξεχνούμε ότι βασικός λόγος της μετεωρικής ανόδου του «Ισλαμικού Κράτους» στο Ιράκ προ μερικών ετών υπήρξε η απογοήτευση των σουνιτών πολιτών της χώρας από τη Βαγδάτη. Η κυβέρνηση του μετριοπαθούς σιίτη Αμπαντί απολαμβάνει της σχετικής προτιμήσεως της Δύσεως. Είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς προς το παρόν πρωτοβουλίες οι οποίες θα την εξέθεταν στην ιρακινή κοινή γνώμη και θα συνέβαλαν στην ανάδειξη αναφανδόν φιλοϊρανικών και αντιδυτικών πολιτικών δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά η ανατροπή του στάτους κβο δεν είναι εύκολη. Η πιθανή εισβολή ιρανικών ή τουρκικών δυνάμεων στα εδάφη της Κουρδικής Αυτόνομης Κυβέρνησης στο βόρειο Ιράκ θα αποσταθεροποιούσε όλη την Μέση Ανατολή. Πέραν των ανησυχιών των γειτόνων, η πορεία των σχέσεων ΗΠΑ και Ιράν και οι σχέσεις μεταξύ σιιτών και σουνιτών εντός του Ιράκ θα αποτελέσουν πρόκριμα για την εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ, την υπόθεση της κουρδικής ανεξαρτησίας αλλά και την περιφερειακή ασφάλεια.

Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ