Χωρίς να θέλω να προκαλέσω, πολύ περισσότερο να ευτελίσω, ένα αριστούργημα, αν αφαιρέσουμε τη μεγάλη ποίηση αλλά και την τόλμη του ποιητή του να βυθιστεί στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής, αν χωρίς σχόλια αφηγηθούμε την υπόθεση –κοινώς στόρι –του «Οιδίποδα τυράννου» του Σοφοκλή δεν θα εκπλήξουμε κανέναν αν πούμε πως η έξοχη πρωτοτυπία του είναι το γεγονός ότι κάποιος αναζητώντας έναν τρομερό και αποτρόπαιο δολοφόνο και συνάμα αιμομίκτη φτάνει ακολουθώντας σχολαστικά αστυνομικό δαιμόνιο στην αποκάλυψη πως αυτός ο ανακριτής, επιθεωρητής, ερευνητής είναι ο δολοφόνος και μέγας απαίσιος ένοχος!
Αφαιρώντας όλα τα πολιτισμικά στοιχεία που καθιστούν τον «Οιδίποδα» αριστούργημα του ποιητικού θεάτρου, το τέλειο τραγικό δράμα, θα μπορούσε ασφαλώς κάποιος να ισχυριστεί πως ο Σοφοκλής έγραψε και το πρώτο θεατρικό και όχι μόνο, το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο στην ιστορία όπου ο δικαστής, ο αστυνόμος, ο ηθικολόγος που αναζητεί έναν άδικο, έναν ένοχο και έναν ανήθικο είναι ο ίδιος ο ερευνητής.
Ετσι θα μπορούσαμε, σε μια εποχή ειδωλογικών ομαδοποιήσεων να ισχυριστούμε πως ο «Οιδίπους τύραννος» είναι το πρώτο «αστυνομικό» λογοτέχνημα στην ιστορία, τουλάχιστον της Δύσης.
Οταν έφτασε η εποχή των κατηγοριοποιήσεων, συνήθως μετά τον αιώνα των φώτων και αργότερα με τον ρομαντισμό, εμφανίστηκε ως αυτόνομο λογοτεχνικό είδος το αστυνομικό, το δικαστικό, το μυστήριο κ.τ.λ.
Αυτά τα είδη που έγιναν δημοφιλή παρότι (ή εξαιτίας τους) απαιτούν ή αναζητούν έναν διαθέσιμο αναγνώστη ή θεατή να εντυπωσιαστεί, να παρασυρθεί, να παραπλανηθεί, να διαψευστεί. Πάντα από παιδιά οι άνθρωποι γοητεύονται από τα αινίγματα, τα μυστήρια, τα άλυτα προβλήματα.
Εξάλλου και ο ίδιος ο Οιδίπους, που καλείται να λύσει το μυστήριο ενός φόνου για να αποδειχθεί ο δολοφόνος, ως λύτης αινιγμάτων έφτασε σε μια άγνωστη πόλη και ως λύτης αινιγμάτων και ευεργέτης έφτασε στην κορυφή της εξουσίας.
Ενας αναγνώστης Ή θεατής ενός αστυνομικής υφής αινιγματώδους έργου προσέρχεται με τη φιλοδοξία να λειτουργήσει ως λύτης του προβλήματος, παγιδεύεται, οδηγείται από τον δημιουργό σε λανθασμένο πεδίο έρευνας και εκπλήσσεται όταν η λύση βρίσκεται αλλού. Δεν ταπεινώνεται η ικανότητά του, αντίθετα αναγνωρίζει πως πάντα στη ζωή, άρα και στην τέχνη, υπάρχουν αδιέξοδα, παγίδες, παραπλάνηση και ψεύδος που οφείλει να τον κάνει πλέον πιο φιλύποπτο, προσεκτικό, λογικά αναλυτικότερο και ηθικά διαθέσιμο. Οπως λοιπόν το παιδί που κρύβουμε μέσα μας αφηνόμαστε να εισχωρήσουμε σε σκοτεινά τούνελ και αναζητούμε διέξοδο, σκοντάφτουμε σε τείχη και μένουμε ενεοί όταν διαπιστώνουμε πως η έξοδος και το φως ήταν αλλού, συνήθως εκεί όπου δεν ψάχναμε.
Σαν την κοκκινοσκουφίτσα τρομάζουμε όταν αποκαλύπτουμε πως η γιαγιά ήταν μεταμφιεσμένος ο λύκος!
Οι συγγραφείς του είδους σκαρώνουν έξοχες φάρσες, θα έλεγα, και μας αποκαλύπτουν πόσο αφελείς είμαστε, πόσο εύκολα μας παρασύρουν οι εντυπώσεις μας, πόσο έωλη είναι η λογική και πόση πειθώ διαθέτει το ψέμα και πόσο η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα μασάει.
Από τα έξοχα διηγήματα μυστηρίου, αινιγμάτων και αστυνομικών πλοκών του Εντγκαρ Αλαν Πόε έως σήμερα μας έχουν αποπλανήσει και εν τέλει γοητευτικά εκπλήξει θαυμαστά κείμενα με αστυνομική, δικαστική, εγκληματική, τρομακτική, τερατώδη ατμόσφαιρα.
Πολλά εξαντλούνται να παραπλανήσουν απλώς και να αιφνιδιάσουν τον αναγνώστη. Και το κατορθώνουν χωρίς βέβαια να αφήνουν σημάδια προβληματισμού.
Αλλη επίδραση ασκεί π.χ. στον αναγνώστη το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογέφσκι, όπου ένας δολοφόνος και ένας αστυνομικός επιθεωρητής είναι λογικά καταδικασμένοι να συναντηθούν μέσα από τους σκοτεινούς δρόμους της ενοχής και της νεμέσεως.
Το σπουδαίο συγγραφικό δίδυμο της δικής μας εποχής στον τόπο μας, Ρέππας και Παπαθανασίου, έχουν και άλλες φορές ερευνήσει δραματουργικά τους χώρους της ενοχής, του εγκλήματος, της εκδίκησης, του φυλετικού μίσους και του οικόσιτου φασισμού. Φέτος στο θέατρο Ηβη καταθέτουν μια νέα αστυνομική εκδοχή που ανιχνεύει την οικόσιτη ενοχή αλλά και τη φανατική ιδεολογική εγκληματικότητα.
Οπως αντιλαμβάνεται ο καθένας δεν είναι ούτε εύκολο ούτε έντιμο να αποκαλύπτεται σε μια κριτική το αιφνίδιο και αποκαλυπτικό τέλος μιας συστηματικά παραπλανητικής διαδικασίας. Η σοφία μιας τέτοιας δραματουργίας είναι να μη δημιουργεί απλώς τεχνητές ίντριγκες για να παγιδεύσει τον θεατή. Πρέπει η συνεχής μετατόπιση της δράσης με λογικά στοιχεία σε διαφορετικά πρόσωπα να έχει βάθος και ανεξάρτητα από τον πραγματικό ένοχο που αποκαλύπτεται στο τέλος όλοι να έχουν όχι πλασματικά αλλά πραγματικά στοιχεία που να οδηγούν λογικά στην ενοχή. Θέλω να πω ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν ναζιστές, πράγμα που σημαίνει ότι ο στυγερός δολοφόνος λαών Χίτλερ ήταν η κορυφή μιας πυραμίδας ενόχων που τον οδήγησαν εκεί. Ενας ολόκληρος λαός στο Μόναχο απαντούσε στον γαβγίζοντα σκύλο «Χάιλ».
Οι Ρέππας και Παπαθανασίου στο έργο τους «Το παιχνίδι του δολοφόνου» δεν ευφραίνονται απλώς να μας παρασύρουν σε λανθασμένα μονοπάτια. Ο δολοφόνος του έργου τους έχει ερείσματα ώστε να δικαιολογήσει και στη δική του και στη συνείδηση τού θεατή μια πράξη εγκληματική αλλά ηθικά δίκαιη.
Αρα το έργο τους έχει ως πρόσχημα την αστυνομικής πλοκής δραματουργία αλλά άλλη μια φορά στο βάθος των γεγονότων καιροφυλακτεί το αίσθημα του δικαίου που συχνά πνίγεται μέσα στο θολό ποτάμι της λογικής των συμφερόντων, των συγκυριών και της ιστορικής αμνησίας. Ο δολοφόνος του έργου των Ρέππα και Παπαθανασίου αποδίδει δικαιοσύνη που η ιστορική συγκυρία και η πολιτική σκοπιμότητα απέφυγαν να αμονείμουν.
Οι δύο συγγραφείς σκηνοθέτησαν με κύρος και σωστές αναλογίες εντυπωσιακών μεταπτώσεων στη δράση τον οκταμελή θίασο.
Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος κυριαρχεί με την πείρα του, τη λιτότητα της υπόκρισης και τον εξαίσιο ρυθμό του.
Οι τρεις γυναίκες της διανομής είναι έξοχες, η έμπειρη και εκφραστική Ελισάβετ Μουτάφη, η πάντα εντυπωσιακή σε συναισθηματικούς ακροβατισμούς Ευαγγελία Συριοπούλου και η νεαρή αλλά ευφραδής Σύλβια Δεληκούρα.
Από τους άντρες ηθοποιούς η πείρα του Μιχάλη Μαρίνου, η κυνικότητα του Μάνου Ιωάννου, η συναισθηματική αστάθεια του Δημήτρη Κυρατσούδη, η ευστροφία του Τόνυ Δημητρίου συντελούν στο ισορροπημένο αποτέλεσμα.
Ενα αστυνομικό δράμα που ξύνει ανεπούλωτες πολιτικές και ιστορικές πληγές που έχουν μακιγιαριστεί.

Κείμενο, σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαθανασίου, Μιχάλης Ρέππας

Σκηνικά: Παναγιώτα Κοκορού

Κοστούμια: Εβελυν Σιούπη

Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας

Παίζουν: Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Σύλβια Δεληκούρα, Τόνυ Δημητρίου, Μάνος Ιωάννου, Δημήτρης Κυρατσούδης, Μιχάλης Μαρίνος, Ελισάβετ Μουτάφη, Ευαγγελία Συριοπούλου

Πού: Θέατρο Hβη, Σαρρή 27, Ψυρή, τηλ. 210-3213.112