«Τι μένει να γραφτεί μετά τον Μπετόβεν;». Η αγωνία του Φραντς Σούμπερτ προέκυψε όταν άρχισε να ψηλαφίζει το μουσικό σύμπαν και μόνο γόνιμη μπορεί να χαρακτηριστεί. Ο ίδιος έφυγε στα 31 του χρόνια (σ.σ. χτυπημένος από σύφιλη όπως έχει γράψει στο βιβλίο της «Σούμπερτ» η Elizaneth Norman McKay) αφήνοντας πιο πλούσια την παγκόσμια μουσική βιβλιοθήκη με πολλές συμφωνίες, έργα μουσικής δωματίου, θρησκευτικά, κάποιες όπερες και περισσότερα από 700 λίντερ. Ομως εκείνο που σφράγισε τη δημιουργία του και αποτέλεσε σύμφωνα με τους αναλυτές το πιο επιδραστικό έργο, το οποίο έδωσε στο λιντ νέες και πιο απαιτητικές φόρμες, είναι το «Χειμωνιάτικο ταξίδι» σε στίχους του φιλέλληνα Βίλχελμ Μίλερ (σ.σ.: μετέφρασε ελληνική δημοτική ποίηση την οποία σύστησε στον Γκαίτε). Τα ονόματα των δύο δημιουργών συνδέθηκαν με ένα από τα σπουδαιότερα έργα της μουσικής δραματουργίας που δίνει φωνή και ήχο στο κυρίαρχο θέμα της ρομαντικής περιόδου: την περιπλάνηση ενός οδοιπόρου ο οποίος επιχειρεί να ξεφύγει από τη γυναίκα που τον απέρριψε. Μουσική, λοιπόν, για την ερωτική απογοήτευση και ματαίωση.

Από τα 24 λιντ που συνθέτουν τον κύκλο του «Χειμωνιάτικου ταξιδιού» («Καληνύχτα», «Ο ανεμοδείκτης», «Παγωμένα δάκρυα», «Ξεπάγιασμα», «Η φλαμουριά», «Χείμαρρος», «Στην όχθη του ποταμού», «Πισωκοίταγμα», «Το φως που πλανεύει», «Ανάπαυση», «Ανοιξιάτικο όνειρο», «Ερημιά», «Ο ταχυδρόμος», «Τα γκρίζα μαλλιά», «Το κοράκι», «Τελευταία ελπίδα», «Στο χωριό», «Πρωινή θύελλα», «Ψευδαίσθηση», «Ο οδοδείκτης», «Το πανδοχείο», «Θάρρος», «Ψεύτικοι ήλιοι», «Ο οργανοπαίκτης») και ο Διονύσης Καψάλης μετέφρασε στα ελληνικά (εκδόσεις Αγρα), εμπνεύστηκαν τρεις συνθέτες καταθέτοντας τη δική τους προσέγγιση στο σπουδαίο αυτό έργο. Το αποτέλεσμά τους παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2016 με τον τίτλο «Χειμωνιάτικο ταξίδι: τρεις πορείες» για μεγάλη ορχήστρα στο πλαίσιο του κύκλου «Μετασχηματισμοί» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Οι πειραματισμοί άλλωστε στο εν λόγω έργο ανταποκρίνονται στο «DNA» του, αφού ο ίδιος ο Σούμπερτ θέλοντας να δώσει την πιο σκοτεινή όψη, φορτισμένος από τα προσωπικά του προβλήματα, φέρνει τα πάνω κάτω στη σειρά των ποιημάτων.

ΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ. Οι Νίκος Ξυδάκης, Δημήτρης Παπαδημητρίου και Τάσος Ρωσόπουλος θα ακούσουν πλέον τις συνθέσεις τους σε μεταγραφή για πιάνο και φωνή, από τον σπουδαίο σολίστα Δημήτρη Γιάκα και τους ερμηνευτές Διονύση Σούρμπη και Μυρσίνη Μαργαρίτη.

Στην ουσία πρόκειται «για τρεις διαφορετικές αφηγήσεις» όπως λέει ο Τάσος Ρωσόπουλος. «Ο καθένας επέλεξε οκτώ τραγούδια για να μελοποιήσει. Ομως η επιλογή ήταν απόλυτα ελεύθερη και καθόλου γραμμική». Αυτό σημαίνει ότι κάποια έμειναν απ’ έξω, ενώ σε κάποια άλλα οι επιλογές των μουσικών συνέπεσαν. Ο τίτλος της ιστορίας του Τάσου Ρωσόπουλου που δίνει περιεχόμενο είναι ο «Ψεύτικοι ήλιοι». «Τον δανείστηκα από το προτελευταίο ποίημα του κύκλου αφήνοντας απέξω το τελευταίο, τον “Οργανοπαίκτη”, που σηματοδοτεί τον θάνατο, άρα και το τέλος. Ηθελα να αφήσω το τέλος “ανοιχτό”. Η πλάνη μας οδηγεί κάπου αλλού, αλλά εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε». Οδηγός του όμως στάθηκε και η γλώσσα. Η μετάφραση του Διονύση Καψάλη (που μόλις πρόσφατα βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για τον «Αμλετ» των εκδ. Gutenberg) έδωσε μια νέα όψη που ανέδειξε, όπως λέει, μια άλλη μελωδία. «Στην ουσία η γλώσσα μάς έδωσε το περιεχόμενο και την κατεύθυνση».

Υπάρχουν ακόμη οι ιστορίες του Δημήτρη Παπαδημητρίου με τίτλο «Τα τραγούδια της αιώνιας φυγής» και του Νίκου Ξυδάκη ο «Ανεμοδείκτης». Ο τελευταίος επιχειρεί να ιχνογραφήσει την κρυμμένη –όπως επισημαίνει –αμφιθυμία του ήρωα: «Η μετάφραση του Διονύση Καψάλη και χωρίς τη βαριά σκιά της μουσικής του Σούμπερτ αυτομάτως δίνει μια ελευθερία στον δημιουργό. Είναι εικόνες που υπογραμμίζονται από έναν υπαρξιακό ερωτισμό, αλλά δίνουν και τα χρώματα ενός… μεσογειακού χειμώνα».

Για τον εξαίρετο σολίστα Δημήτρη Γιάκα το έργο αυτό ήρθε για να εμπλουτίσει το ελληνικό ρεπερτόριο. Τι σημαίνει όμως η μεταγραφή πιάνου για τα λίντερ; «Συνήθως τα έργα που είναι γραμμένα για ορχήστρα κλέβουν σε εντυπώσεις, αφού δίνουν τη δυνατότητα της ποικιλίας των χρωμάτων. Ομως εδώ από την ωραία αυτή μεταγραφή έχουμε την ανάδυση μιας καινούργιας πιανιστικής γλώσσας, που φωτίζει διαφορετικές πλευρές του έργου».

INFO

Στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, Συγγρού 107, την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου στις 20.30