Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έπρεπε να είχε δώσει ξεκάθαρο σήμα για λήξη της πολιτικής αγορών ομολόγων, δήλωσε προ ημερών ο πρόεδρος της Bundesbank και μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ Γενς Βάιντμαν.

Γνωστός για τη διαφορετική του στάση, όπως άλλωστε και η Γερμανία, απέναντι στη συνέχιση της πολιτικής του QE, ο Βάιντμαν επανέλαβε τις ενστάσεις του, στον απόηχο της απόφασης Ντράγκι για επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ώς τον Σεπτέμβριο του 2018.

Ο μόνιμος επικριτής του προγράμματος της ΕΚΤ δήλωσε ότι η ανάπτυξη βελτιώνεται και μεγάλο μέρος των πολιτικών ενίσχυσης παρέχεται μέσω του «φουσκωμένου» ισολογισμού της ΕΚΤ, γεγονός που σημαίνει ότι χάνεται η ουσία της πολιτικής συνέχισης των αγορών ομολόγων.

«Η βασική επίπτωση του προγράμματος δεν είναι τόσο οι μηνιαίες αγορές όσο ο συνολικός όγκος των ομολόγων που έχουμε ήδη στο χαρτοφυλάκιό μας» σημείωσε ο Βάιντμαν, προσθέτοντας ότι, κατά τη γνώμη του, υπήρχαν λόγοι για ένα ξεκάθαρο τέλος στις αγορές τίτλων.

«Εγώ, όπως πιθανόν γνωρίζετε, έχω μια ιδιαίτερα επικριτική στάση απέναντι στις αγορές κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη» προσέθεσε ο γερμανός τραπεζίτης.

ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ «ΟΧΙ». Οταν ο πρόεδρος Μάριο Ντράγκι ανακοίνωνε πριν από σχεδόν τρία χρόνια ότι η ΕΚΤ θα αγοράζει μηνιαίως 60 δισ. ευρώ για να αποφύγει την απειλή του αποπληθωρισμού, αυτό θεωρήθηκε σημαντική αλλαγή στη διεξαγωγή της νομισματικής πολιτικής. Από την αρχή η Γερμανία είχε ταχθεί κατά της πολιτικής αυτής, θεωρώντας ότι θα ισοδυναμούσε με χρηματοδότηση δημόσιων ελλειμμάτων, η οποία απαγορεύεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες.

Η πολιτική ωστόσο της ποσοτικής χαλάρωσης υπήρξε επιτυχής. Η ανάπτυξη επέστρεψε στη ζώνη του ευρώ και ο κίνδυνος αποπληθωρισμού εξαφανίστηκε.

Η απόφαση της ΕΚΤ είναι μόνο ένα πρώτο βήμα σε μια μακρά διαδικασία εξομάλυνσης. Θα συνεχίσει να αγοράζει 30 δισ. ευρώ ομολόγων κάθε μήνα από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο.

Οι αγορές δεν ξαφνιάστηκαν από τις ανακοινώσεις Ντράγκι. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η απόφαση της ΕΚΤ ελήφθη στη σωστή στιγμή, δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία η μία μετά την άλλη οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης ανακάμπτουν, συμπεριλαμβανομένων των ασθενέστερων οικονομιών όπως η Πορτογαλία και η Ιταλία. Το γεγονός ότι οι επενδυτές δείχνουν επιθυμία να επενδύσουν σε αυτές τις χώρες λειτουργεί υποβοηθητικά στην απόφαση της ΕΚΤ.