«Το τελευταίο σημείωμα»: Το ζήτημα της μνήμης απασχολεί το σινεμά σχεδόν από τα γεννοφάσκια του. Ο δε ελληνικός κινηματογράφος συγκεντρώνει, και μάλιστα στις κορυφές του, φιλμ που προσπάθησαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να ξαναδιαβάσουν τις σελίδες εκείνες που άφησαν πίσω τους το πιο βαθύ (και αιματοβαμμένο) αποτύπωμα –από την εποχή του Γκρεγκ Τάλας («Το ξυπόλυτο τάγμα», 1954) και του Πάνου Γλυκοφρύδη («Με τη λάμψη στα μάτια», 1966) μέχρι φυσικά τον «Θίασο» που σκηνοθέτησε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος το 1975.
Εκείνη τη χρονιά, η κυβέρνηση Καραμανλή αρνήθηκε να εγκρίνει την είσοδο της ταινίας στο Φεστιβάλ των Καννών «με το επιχείρημα ότι η ιδεολογία του “Θίασου” ήταν μονόπλευρη και αριστερή» (σύμφωνα με τον παραγωγό της ταινίας Γιώργο Παπαλιό) και τελικά το φιλμ κατέληξε στο Δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών –ο δε Αγγελόπουλος θα κέρδιζε τελικά τον Χρυσό Φοίνικα το 1998 με το «Μια αιωνιότητα και μία μέρα». Σήμερα οι κρατικές παρεμβάσεις έχουν, ευτυχώς, εξαφανιστεί. Αλλά οι σκηνοθέτες που επιστρέφουν στην ελληνική ιστορία, αναπόφευκτα, θα έρθουν αντιμέτωποι με τον ίδιο διχασμό. Και γι’ αυτό, κάποιες φορές, επιχειρούν να συμβιβάσουν τα πράγματα.
Ο Παντελής Βούλγαρης το προσπάθησε πολλές φορές στο παρελθόν, και με τον «Ελευθέριο Βενιζέλο» και με το«Ψυχή βαθιά» και απέτυχε. Να όμως που σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, παραδίδει ένα εντυπωσιακά αποτελεσματικό φιλμ, έστω κι αν αφαιρεί από την ιστορικώς καταγεγραμμένη διαταγή των Ναζί τη λέξη «κομμουνιστές», αντικαθιστώντας τη με τη λέξη «Ελληνες». Προφανώς και ήταν Ελληνες οι 200 της Καισαριανής που εκτελέστηκαν την Πρωτομαγιά του 1944. Αλλά το μητρώο τους (όπως ορθώς καταγράφεται στο φιλμ) ήταν γνωστό στους γερμανούς κατακτητές. Τελικά, όπως αντιλαμβάνεστε κι εσείς, η ιστορία και ο κινηματογράφος αποτελούν δύο οντότητες που δεν μπορούν εύκολα να διαπραγματευθούν μεταξύ τους. Πρέπει, δηλαδή, να διαπραγματεύονται συνεχώς.
Γι’ αυτόν τον λόγο, και παρά τις μικρές μας ενστάσεις, «Το τελευταίο σημείωμα» είναι ένας πραγματικός άθλος. Αισθητικά μιλώντας, είναι η πιο θαρραλέα ταινία του 77χρονου σκηνοθέτη της, στημένη σε μεγάλο μέρος της με ασφυκτικά ευρυγώνια κοντινά πλάνα, ενώ η ανάθεση της μουσικής στον The Boy αποδεικνύεται ιδιοφυής επιλογή, καθώς το score πατάει μεν σταθερά στο συναίσθημα, αλλά την ίδια στιγμή διακρίνεις μια τόση δα απόσταση και επιθυμία ανατροπής που αμβλύνει με μιας τις μελοδραματικές εντυπώσεις. Ομως, σε ένα ουσιαστικό επίπεδο, το συγκινητικό αυτό χρονικό, αναδεικνύει, με γλώσσα εξόχως φιλμική, τον ηρωισμό και την ανδρεία μιας χούφτας ανθρώπων που κοίταξαν κατάματα τον θάνατο και τον χλεύασαν. Ανθρώπων που έζησαν κάτι δεκαετίες πριν, αλλά μοιάζουν, σήμερα, τόσο διαφορετικοί από εμάς. Αλλά το είπαμε και στην αρχή: το ζήτημα είναι η μνήμη.
Βαθμοί: 8