Εβλεπα, προχθές, στις εξέδρες των παρελάσεων ανά την Ελλάδα κυβερνητικά στελέχη, του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, να αισθάνονται πολύ μεγάλη άνεση με τους αξιωματικούς, τους ιερείς, τους τοπικούς παράγοντες και δεν πίστευα ότι οι άνθρωποι αυτοί, πριν από μερικά χρόνια, όταν η χώρα υπέγραψε το πρώτο Μνημόνιο για να αποφύγει τη χρεοκοπία, στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2011, βρίσκονταν απέναντι, εξαγριωμένοι με την κυβέρνηση που έλεγαν τότε ότι παρέδωσε την Ελλάδα στους δανειστές.
Ηταν το επιστέγασμα ενός τρομακτικού καλοκαιριού. Αγανακτισμένοι πολίτες είχαν καταλάβει το Σύνταγμα, η μπάντα του δήμου παρήλασε με μαύρα περιβραχιόνια, οι λεγόμενες αντισυστημικές δυνάμεις επένδυαν στο μίσος και, ήδη, σε κάποιες μαθητικές παρελάσεις αποθεώνονταν τα παιδιά που μούντζωναν τους επισήμους. Στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας. Αναμένονταν τα μηχανοκίνητα τμήματα του στρατού, αλλά «αγανακτισμένοι πολίτες» χωρίς κομματικά διακριτικά, απολυμένοι συμβασιούχοι του Δημοσίου, χούλιγκαν και διάφοροι άλλοι έκλεισαν τον δρόμο. Συνθήματα κατά του Δ’ Ράιχ και της «νέας Κατοχής» και ιαχές τύπου «προδότες» δονούσαν τον ηλεκτρισμένο αέρα. Τελικά, εν μέσω αποδοκιμασιών, ο πρόεδρος αποχώρησε, υπενθυμίζοντας ότι είναι προσβλητικό να αποκαλούν προδότη έναν πολίτη που αγωνίστηκε από τα 15 του κατά του ναζισμού.
Ηταν πρόβα γενικευμένης εκτροπής. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως εξέδωσε ανακοίνωση που έλεγε ότι η μετατροπή της παρέλασης «σε μια αυθόρμητη λαϊκή εκδήλωση ιερής αγανάκτησης και οργής είναι αντάξια των καλύτερων αγωνιστικών παραδόσεων του λαού μας για εθνική αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη και δημοκρατία». Κάπως έτσι άνοιξε ο δρόμος προς την εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, και προς τη Βουλή της Χρυσής Αυγής.
Σήμερα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κοντεύουν τρία χρόνια στην εξουσία. Ψήφισαν τα δικά τους Μνημόνια, διαχειρίζονται πλέον αυτοί τις σχέσεις με τους εταίρους, πνίγουν με φόρους τις παραγωγικές δυνάμεις τους τόπου και επιχειρούν να λανσάρουν ένα νέο «αφήγημα», της εξόδου από την κρίση και της επιστροφής δήθεν στην ανάπτυξη. Συγγραφείς του αφηγήματος αυτού είναι όσοι έδιναν ή επιδοκίμαζαν τις μούντζες, όσοι επένδυσαν στον αντιευρωπαϊσμό, όσοι δηλητηρίασαν με βία και ψέματα την ελληνική κοινωνία.
Οφείλουμε να θυμόμαστε εκείνα τα γεγονότα. Επειδή αν χαθεί η μνήμη των όσων ζήσαμε, ιδίως των προσφάτων μετά τη χρεοκοπία της χώρας, θα παραμείνουμε αιχμάλωτοι των επιτήδειων που εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία, στο όνομα ιδεολογιών της χειραφέτησης ή της ανεξαρτησίας –αλλά, ουσιαστικά, περί πάρτης.