Κατά την τελευταία περίοδο έχει ανοίξει η συζήτηση για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών έτσι ώστε αυτές να προσεγγίσουν κατά το δυνατόν τις πραγματικές τιμές των ακινήτων, οι οποίες στις αστικές περιοχές –και ιδίως τις ακριβότερες από αυτές –έχουν καταρρεύσει κατά τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός πως το ύψος των αντικειμενικών αξιών αποτελεί τη φορολογική βάση μιας μεγάλης σειράς φόρων διαφόρων κατηγοριών, με πιο κρίσιμη αυτή των ετήσιων φόρων ιδιοκτησίας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ο ΕΝΦΙΑ και το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας, το οποίο συνεισπράττεται με τους λογαριασμούς ηλεκτροδότησης υπέρ των δήμων.

Οι αντικειμενικές αξίες είχαν καθορισθεί το 2007 στον απόηχο των Ολυμπιακών Αγώνων. Δυστυχώς, ανέκαθεν υπήρξαν ένα πολιτικό μέγεθος και όχι ένα μέγεθος της αγοράς βάσει κάποιων πραγματικών οικονομικών δεδομένων, με αποτέλεσμα στις περιοχές των εμπορικών κέντρων των μεγάλων πόλεων, καθώς και στις περιοχές κατοικίας που απευθύνονταν σε άτομα με υψηλότερα εισοδήματα, να έχουν καθοριστεί πολύ κοντά στις τότε πραγματικές αξίες, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές και ιδίως στην περιφέρεια να έχουν εξαρχής καθοριστεί σε ποσά πολύ χαμηλότερα ακόμα κι από το κατασκευαστικό κόστος. Ετσι, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ενώ οι πραγματικές τιμές των περιοχών στα κέντρα των πόλεων και στις μέχρι τότε ακριβές περιοχές υπέστησαν τη μεγαλύτερη καθίζηση, οι αντικειμενικές αξίες παρέμειναν σταθερές, μετατρέποντας σε βραχνά το φορολογικό βάρος που συνεπάγεται η κατοχή ακινήτου στις περιοχές αυτές και καταργώντας ουσιαστικά το περιεχόμενο του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, ιδίως όταν πρόκειται για οικόπεδο ή για ακίνητο από το οποίο δεν προκύπτει οποιοδήποτε εισόδημα.

Εξάλλου, η πραγματική επίδραση που θα έχει η τυχόν μείωση των αντικειμενικών αξιών στον ΕΝΦΙΑ –κάτι που ενδιαφέρει και τους περισσότερους φορολογουμένους –είναι μάλλον περιορισμένη, δεδομένου ότι ο ΕΝΦΙΑ δεν έχει οργανωθεί με βάση την πραγματική φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου, αλλά αποκλειστικά και μόνο με βάση το εισπρακτικό αποτέλεσμα. Ετσι, σύμφωνα με τη μνημονιακή υποχρέωση που έχει επαναληφθεί και στο τρίτο Μνημόνιο, ο ΕΝΦΙΑ ανεξάρτητα με τη φορολογική βάση και τους συντελεστές του –άρα και το ύψος των αντικειμενικών αξιών –θα πρέπει να βεβαιώνει περίπου 3,2 δισεκατομμύρια ευρώ και να εισπράττει σε ετήσια βάση τουλάχιστον τα 2,6 από αυτά. Κατά συνέπεια, οποιεσδήποτε τροποποιήσεις στους συντελεστές ή στις αντικειμενικές αξίες κι αν πραγματοποιηθούν στο μέλλον, αυτές δεν μπορεί να αλλοιώνουν το τελικό εισπρακτικό αποτέλεσμα, οπότε θα συνοδευτούν με αντίστοιχες αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών.

Ο Αναστάσιος Γ. Βάππας είναι δικηγόρος Αθηνών ΑΠ – ΜΔ και μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ)