Αδειάζει χρόνο με τον χρόνο το καλάθι του σουπερμάρκετ. Η κρίση που από το 2008 έχει δείξει τα δόντια της έβαλε πλέον χέρι για τα καλά και στο καλάθι του σουπερμάρκετ. Μέσα στη διετία 2015 – 2017 η μέση μηνιαία δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών για τις αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών από τις αλυσίδες σουπερμάρκετ μειώθηκε κατά 41 ευρώ, με αποτέλεσμα από τα 280 ευρώ που ήταν το 2015 να μειωθεί το πρώτο τετράμηνο του 2017 στα 239 ευρώ.
Η ίδια έρευνα έδειξε ότι το 51% των καταναλωτών περιμένει α αγοράσει ένα προϊόν μέχρι αυτό να διατεθεί σε προσφορά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2015 ήταν 42%. Την εικόνα αυτή επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία για τον τζίρο των σουπερμάρκετ που δείχνουν ότι στο πρώτο πεντάμηνο του 2017 κινούνται σε πτωτική πορεία καταγράφοντας απώλειες 5%. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα η ετήσια ονομαστική κατά κεφαλήν καταναλωτική δαπάνη στην Ελλάδα για το σύνολο των αγορών φτάνει μόλις τα 12.940 ευρώ, όταν στην ΕΕ των 27 είναι στις 20.000 ευρώ και στην ευρωζώνη στις 21.413 ευρώ.
ΚΥΝΗΓΙ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ. Και ενώ χρόνο με τον χρόνο τα νοικοκυριά περιορίζουν τις δαπάνες τους για αγορές ακόμα και βασικών αγαθών, την ίδια στιγμή αναζητούν τρόπους για να αντισταθμίσουν την αφαίρεση προϊόντων από το καλάθι τους αναζητώντας αγαθά με χαμηλότερες τιμές ή προσφορές. Σύμφωνα με στοιχεία έρευνας του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, όλο και περισσότεροι είναι οι καταναλωτές που βρίσκουν καταφύγιο στις προσφορές για να γεμίσουν το καλάθι του σουπερμάρκετ. Η έρευνα «Βαρόμετρο ΕΒΕΘ», που πραγματοποιήθηκε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου 2017 σε συνεργασία με την εταιρεία Palmos Analysis, δείχνει ότι περισσότεροι από τους μισούς καταναλωτές (55%) δηλώνουν ότι αναζητούν συστηματικά προϊόντα σε προσφορά, ενώ μόλις το 8% δηλώνει ότι αδιαφορεί για αυτές. Μάλιστα από τους ερωτώμενους είναι χαρακτηριστικό ότι τρεις στους τέσσερις (74%) δήλωσαν ότι θα ήταν διατεθειμένοι να αλλάξουν το προϊόν που αγοράζουν συνήθως με κάποιο άλλο το οποίο διατίθεται σε προσφορά.
Πιο ελκυστικό είδος προσφοράς, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από τα υπόλοιπα, εμφανίζεται η διάθεση δύο προϊόντων στην τιμή του ενός (64%), ενώ ακολουθούν σε μεγάλη απόσταση η συσκευασία με αυξημένη ποσότητα προϊόντος (20%), τα προϊόντα με σημαντικό ποσοστό έκπτωσης (18%) και η πολλαπλή συσκευασία προϊόντων με έκπτωση στην συνολική τιμή.