Μια Κεντροαριστερά που τολμά να αντιπαρατεθεί σε μια δημόσια συζήτηση ανταλλάσσοντας επιχειρήματα επιπέδου και όχι χτυπήματα κάτω από τη ζώνη είναι μια Κεντροαριστερά που κερδίζει. Είναι ακριβώς αυτό που οφείλει να συγκρατήσει κανείς από το χθεσινό ντιμπέιτ ανάμεσα στους διεκδικητές της ηγεσίας της δημοκρατικής παράταξης.
Για να χαιρετήσει την επιμονή στην ουσία έναντι της παράδοσης στον εύκολο εντυπωσιασμό, την προσήλωση στην ανοικτή πολιτική έναντι μιας απωθητικής για τους πολίτες πολιτικής κλειστών χώρων.
Η Κεντροαριστερά κερδίζει, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το στοίχημα έχει κερδηθεί. Ο δρόμος ώς τις εκλογές και την ανάδειξη του νικητή στον δεύτερο γύρο που θα πραγματοποιηθεί στις 19 Νοεμβρίου είναι μακρύς. Τότε θα γίνει ο τελικός απολογισμός, τότε θα φανεί εάν η εξωστρέφεια επικράτησε της εσωστρέφειας, εάν ο προοδευτικός χώρος κατάφερε χάρις στον πολιτικό λόγο που παρήγαγε όλο αυτό το διάστημα να φέρει τους προοδευτικούς πολίτες στην κάλπη ή εάν, αντίθετα, η αντιπαράθεση ήταν τέτοια που τελικά τους έδιωξε μακριά από αυτήν.
Είναι σαφές ότι το βάρος της ευθύνης πέφτει στους ώμους των υποψηφίων. Στα δικά τους πρόσωπα είναι στραμμένοι οι προβολείς –και όχι μόνο του τηλεοπτικού ντιμπέιτ. Ακόμη κι όταν σβήσουν οι προβολείς της επόμενης τηλεμαχίας, οι διεκδικητές της ηγεσίας θα βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Κι αυτό δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τους δύο νικητές του πρώτου γύρου. Αφορά και τους ηττημένους. Γιατί και από τη δική τους στάση, από τη δύναμη που θα επιδείξουν απέναντι στη λογική πικρία της ήττας, θα διαμορφώσουν οι πολίτες εικόνα για το σύνολο του προοδευτικού χώρου.
Ο λόγος όλων επομένως πρέπει να παραμείνει ένας λόγος πολιτικής ουσίας και ο στόχος τους να μην είναι μόνο η ηγεσία αλλά και η ενότητα. Για να μπορέσουν να πουν την επόμενη ημέρα, όλοι μαζί ασφαλώς, ότι τελικά η δημοκρατική παράταξη κέρδισε.