Στην αγορά ακινήτων άρχισαν να εμφανίζονται σημάδια ανάκαμψης, ιδιαίτερα σε ακίνητα χαμηλών αξιών στο κέντρο της Αθήνας και στα νότια προάστια με αποτέλεσμα να διαφαίνεται μικρή ανάκαμψη στις τιμές πώλησης της τάξης του 3%. Το ενδιαφέρον προέρχεται κατά 80% από ξένους και κατά 20% από Ελληνες. Ωστόσο η ανάκαμψη αυτή μπορεί να αντιστραφεί άμεσα αν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων δεν προσεγγίσουν με τη σημερινή πραγματικότητα.

Υποτίθεται ότι τα τελευταία χρόνια διάφορες επιτροπές συσκέπτονται, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πολύ φοβάμαι ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σχετική πολιτική βούληση γιατί η μείωση των αντικειμενικών θα απειλήσει τον ετήσιο στόχο του ΕΝΦΙΑ από τον οποίο θα πρέπει να βεβαιώνονται 3,2 δισ. ευρώ και να εισπράττονται τουλάχιστον 2,65 δισ. ευρώ.

Οσο όμως παραμένουν οι σημερινές υψηλές αντικειμενικές αξίες, τόσο θα συνεχίζεται η υπερφορολόγηση των Ελλήνων και η καταλήστευσή τους με τον υψηλότατο απαράδεκτο συμπληρωματικό φόρο του ΕΝΦΙΑ που καταδικάζει την οικονομία σε απραξία, τους υψηλούς φόρους κληρονομιάς και μεταβίβασης και στα τεκμήρια διαβίωσης που αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για την αγορά ή ακόμη και την ενοικίαση ευπρεπούς κατοικίας. Και τόσο θα φυτοζωεί η κτηματαγορά και η οικονομία.

Γι’ αυτό το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να προβεί σε άµεση αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, μειώνοντάς τες άμεσα και δίκαια, ιδιαίτερα εκείνες που εξαιρέθηκαν εντελώς από την περσινή μείωση, ώστε να μην αποτελούν παραφωνία και διαστρέβλωση της σημερινής πραγματικότητας, και να πληρώνονται οι φόροι επί πραγματικών αξιών.

Παρά την έλλειψη πληθώρας συγκριτικών στοιχείων, οι υπηρεσίες του υπουργείου ξέρουν πώς να το επιτύχουν, αρκεί να μην επικρατήσει και πάλι το πνεύμα της «πολιτικής» παρεμβατικότητας. Μόνον έτσι θα σημειωθεί πραγματική ανάκαμψη στην κτηματαγορά και άνθηση στην οικονομία!

Ο Ιωάννης Ρεβύθης είναι πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών – Αττικής