Πριν από τρία χρόνια ήταν η απεργία πείνας του Ρωμανού για την οποία «έπρεπε» να πάρει θέση, μπροστά σε συνωθούμενα μικρόφωνα πρωινάδικων, κάθε πρωταγωνίστρια σαπουνόπερας ή μέλος boy band. Λίγο πριν, ήταν ο ρατσισμός και η άνοδος της Χρυσής Αυγής. Μετά, η νευρική ανορεξία, τα αισθητικά πρότυπα, το bullying που κράτησε όσο και η μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη, το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομοφυλοφίλων. Πέρυσι, με αφορμή την πασχαλινή διαφήμιση των Jumbo με την Αντζελα Δημητρίου, μπήκε στη δημόσια κουβέντα ο σεξισμός. Και μετά ήρθε το τσουνάμι για τον Γουάινστιν και πήραν φωτιά τα hashtags περί σεξουαλικής παρενόχλησης. Σε αυτές τις συνθήκες όμως, η δημόσια κουβέντα –χωρίς βέβαια να λείπουν οι συγκροτημένες απόψεις –γίνεται ένας παροξυσμός από λεκτικές κορόνες, επικολυρικά κείμενα και χοντροκομμένα δήθεν αστεία που συγκρούονται μεταξύ τους στην ψηφιακή και αναλογική ζωή προς ανίχνευση λάικ και επευφημιών.
Η σεξουαλική παρενόχληση, όπως και τα άλλα που ανέφερα πιο πάνω, είναι ένα πολύ σοβαρό και σύνθετο θέμα. Η αναφορά σε αυτό μέσα από απομονωμένα περιστατικά ή προσωπικές εμπειρίες το αναδεικνύει, πολύ σωστά, στον αφρό της επικαιρότητας, αλλά δεν το λύνει ούτε καν δείχνει τον δρόμο προς τη λύση του. Απλά το φέρνει στα μέτρα μας ώστε να μπορούμε να εκφέρουμε άποψη. Πολύ περισσότερο όταν το αρπαγμένο μας θυμικό τα ανάγει όλα σε αντιπαράθεση ή τα εκτονώνει σε καταγγελία. Και μέχρι εμείς να αποφασίσουμε αν συγχωρείται ή όχι η παρεκτροπή του Κέβιν Σπέισι, ο Γουάινστιν θα πίνει κάπου στην Καραϊβική τις ποτάρες του και εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες θα παρενοχλούνται σεξουαλικά με τρόπους που δεν φανταζόμαστε. Διότι φτάσαμε να αναλύουμε κάτι πριν κατασταλάξουμε καν στον ορισμό του.