Τα πρώτα κεφάλια έπεσαν. Ο κλοιός που άρχισε να σχηματίζεται γύρω από τον Ντόναλντ Τραμπ στις 17 Μαΐου, όταν ο Ρόμπερτ Μιούλερ, πρώην διευθυντής του FBI, ανέλαβε ως ειδικός εισαγγελέας να ερευνήσει την εμπλοκή της Ρωσίας στις περσινές αμερικανικές προεδρικές εκλογές, δείχνει πλέον να σφίγγει. Ο Ρόμπερτ Μάναφορτ, επικεφαλής της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο του 2016, καθώς και ο επί μακρόν συνεταίρος του και υπαρχηγός του εκείνο το διάστημα Ρικ Γκέιτς παραδόθηκαν χθες στο FBI και βρίσκονται πλέον σε κατ’ οίκον περιορισμό, κατηγορούμενοι μεταξύ άλλων για συνωμοσία εναντίον των ΗΠΑ, ξέπλυμα χρήματος και παραβίαση των ομοσπονδιακών νόμων για τα λόμπι και τις τράπεζες. Ταυτόχρονα, το γραφείο του Μιούλερ ανακοίνωσε πως ένας πρώην σύμβουλος του Τραμπ (στον οποίο κάποιοι στην Αθήνα πόνταραν κάποτε πολύ), ο Ελληνοαμερικανός Τζορτζ Παπαδόπουλος, έχει ομολογήσει από τις αρχές Οκτωβρίου πως έδωσε ψευδείς καταθέσεις στο FBI, στο πλαίσιο της έρευνας για τη Ρωσία. Και πολλοί εκτιμούν πως αυτά τα τρία ονόματα είναι τα πρώτα μιας μακράς λίστας.

Ο Λευκός Οίκος επιχειρεί να προσπεράσει τον θόρυβο επιμένοντας πως δεν έχει προκύψει τίποτε που να αποδεικνύει «συμπαιγνία ανάμεσα στην προεκλογική ομάδα Τραμπ και τη Ρωσία». Θέλοντας μάλιστα να προκαταλάβει τις εξελίξεις, εκπρόσωπός του διαβεβαίωσε χθες βράδυ πως έχει λάβει «ενδείξεις» ότι η έρευνα του Μιούλερ σύντομα θα ολοκληρωθεί. Ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σάμερ απάντησε με μια ξεκάθαρη προειδοποίηση: ο ειδικός εισαγγελέας πρέπει να αφεθεί ελεύθερος να βρει τις απαντήσεις που ψάχνει χωρίς παρεμβάσεις από τον Τραμπ ή και «οποιονδήποτε άλλο»· σε αντίθετη περίπτωση, το Κογκρέσο οφείλει να «αναλάβει αμέσως δράση».

Η αλήθεια είναι πως στο κατηγορητήριο των 31 σελίδων που βαρύνει τον Μάναφορτ και τον Γκέιτς δεν υπάρχει καμιά αναφορά στην προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ ούτε υπονοείται πως υπήρξε κάποια συνέργεια ανάμεσα στην ομάδα του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου και τις ρωσικές Αρχές με στόχο την αλλοίωση του αποτελέσματος των εκλογών. Μάναφορτ και Γκέιτς κατηγορούνται κυρίως ότι δραστηριοποιούνταν ως λομπίστες και σύμβουλοι του φιλορώσου πρώην προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς, χωρίς να το έχουν δηλώσει στις αρμόδιες Αρχές. Περισσότερα από 75 εκατομμύρια δολάρια πέρασαν από υπεράκτιους λογαριασμούς που διαχειρίζονται οι δύο άνδρες. Ο Πολ Μάναφορτ κατηγορείται ότι μόνον αυτός ξέπλυνε 18 εκατομμύρια δολάρια. Αμφότεροι αρνήθηκαν χθες όλες τις κατηγορίες.

Ο δικηγόρος του Μάναφορτ μάλιστα υποστήριξε πως ο πελάτης του «εκπροσωπούσε φιλευρωπαϊκές καμπάνιες για τους Ουκρανούς» και «προσπαθούσε να προαγάγει τη δημοκρατία και να βοηθήσει την Ουκρανία να έλθει εγγύτερα στις ΗΠΑ και την ΕΕ» –αλλά πως, ούτως ή άλλως, «οι δραστηριότητες αυτές τερματίστηκαν το 2014», δύο και πλέον χρόνια πριν αναλάβει ο Μάναφορτ επικεφαλής της καμπάνιας του Τραμπ. Ισως όλη η ουσία να βρίσκεται στο σχόλιο του Ρενάτο Μαριότι, ενός πρώην ομοσπονδιακού εισαγγελέα του Σικάγου: «Αν ήμουν εγώ ο συνήγορός τους, θα τους συμβούλευα να συνεργαστούν». Ισως αυτό ακριβώς προσπαθεί να τους πιέσει να κάνουν ο Ρόμπερτ Μιούλερ.