«Ο θάνατος του ιερού ελαφιού»: Καρδιοχειρουργός (Κόλιν Φάρελ), ευπρεπής οικογενειάρχης που ζει σε ένα επιβλητικό διαμέρισμα με τη σύζυγό του (Νικόλ Κίντμαν) και τα δυο του παιδιά (Ράφεϊ Κάσιντι, Σάνι Σούλικ –ελπίζω να το γράφω σωστά) παίρνει υπό την προστασία του τον Μάρτιν, ένα 16χρονο αγόρι (Μπάρι Κιόγκαν), του οποίου ο πατέρας πέθανε στο χειρουργικό του τραπέζι. Μέχρι που, ξαφνικά, τα δυο του παιδιά, το ένα μετά το άλλο, παραλύουν από τη μέση και κάτω και αρνούνται να τραφούν. Γιατί; Επειδή σκότωσες τον πατέρα μου, τον ενημερώνει ο Μάρτιν, Κάλχας και Αρτεμις μαζί, που συμπληρώνει πως η «κατάρα» θα αρθεί όταν ο χειρουργός επιλέξει, και σκοτώσει, ένα από τα μέλη της οικογένειάς του. Ο παραλληλισμός με την Ιφιγένεια είναι φανερός, πολύ πριν ακουστεί το όνομά της κάποια στιγμή προς το τέλος, σε ένα φιλμ απ’ όπου απουσιάζει επίσης και αυτό το off-beat χιούμορ που έκανε τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη τόσο ιδιαίτερες (και όπου υπάρχει, σπανίως λειτουργεί).
Δεν το κρύβω, μου έλειψαν πολλά. Κατ’ αρχάς, απουσιάζει ο Λάνθιμος ως αφηγητής: στα προηγούμενα φιλμ, ο θεατής είχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία που χρειαζόταν για να παρακολουθήσει την ιστορία από το πρώτο περίπου δεκάλεπτο –υπήρχε δηλαδή μια αξιοθαύμαστη αφηγηματική οικονομία. Εδώ, περίπου για το πρώτο μισό της ταινίας, κυριαρχεί η δημιουργία ατμόσφαιρας (για την ατμόσφαιρα), μέχρις ότου να φτάσουμε στο «ζουμί» της υπόθεσης.
Το χειρότερο όλων όμως είναι πως εδώ έχεις έντονη την αίσθηση πως η ταινία μεταχειρίζεται τον θεατή της ως πειραματόζωο. Ολη αυτή η οδύνη που περνάς βλέποντας το «Killing of a sacred deer» μένει μόνη της, ξεκρέμαστη. Ούτε η σύνδεση με την Ιφιγένεια ευσταθεί: ο θεατής της αρχαίας τραγωδίας εξυψώνεται από ένα θέαμα που τον ξεπερνά, δεν υποβιβάζεται τόσο, όπως συμβαίνει εδώ. Με άλλα λόγια, ούτε σαστισμένος αισθάνθηκα μετά το τέλος, ούτε προβληματισμένος, ούτε υπήρχε κάποιο βαθύτερο νόημα προς αναζήτηση.
Την ίδια στιγμή, όμως, μιλάμε για ένα φιλμ μοναδικά κατασκευασμένο. Είναι αδύνατον να μη σε θαμπώσει όλη αυτή η δουλειά, τουλάχιστον στην αρχή. Επίσης, κανένα πρόβλημα δεν έχω με τις ταινίες που υποφέρεις για να τις δεις μέχρι τέλους. Ελα όμως που το «βάρος» του μαρτυρίου και της καλλιέπειας χρειάζεται ένα κάποιο περιεχόμενο για να υποστηριχθεί. Στον «Κυνόδοντα» υπήρχε το ζήτημα της οικογένειας. Στις «Αλπεις» η ανάγκη για συντροφικότητα. Στον «Αστακό», ο έρωτας. Λίγα πράγματα –επί της ουσίας –υπάρχουν εδώ. Ασφαλώς και θα μπορούσαν να γραφτούν ποταμοί κειμένων που θα μεγεθύνουν αυτά τα μικροσκοπικά αναφορικά στίγματα στο επίπεδο της ακαδημαϊκής ρητορείας, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των κινηματογραφικά «αστοιχείωτων». Και φαντάζομαι πως αυτό ακριβώς θα συμβεί –ειδικά από τους νεότερους αμερικανούς κριτικούς (και τους μιμητές τους) που λατρεύουν την αυτοδικαίωση η οποία προκύπτει απ’ αυτούς τους παιχνιδισμούς.
Υπαρξιστικές παραισθήσεις
«Mimosas»: Να μια ταινία που, ξεκάθαρα, απευθύνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό. Για να το πάω μέσω τραγουδιών, μουσική δεν είναι μονάχα οι τρίλεπτες pop επιτυχίες, αλλά και τα 20λεπτα εύθραυστα έπη των Godspeed You Black Emperor και τα ακόμη μεγαλύτερα σε διάρκεια ambient λιβάδια του Μπράιαν Ινο. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σινεμά που παίρνει βαθιές ανάσες, για να παραθέσει ένα ταξίδι παραισθήσεων στη μέση της ερήμου. Το στόρι, απέριττο: ένα καραβάνι συνοδεύει έναν ετοιμοθάνατο σεΐχη κάπου στο Μαρόκο και όταν εκείνος πεθαίνει, η πορεία συνεχίζεται μέχρι την τελευταία του κατοικία, μια μεσαιωνική πόλη, παλιά όσο και ο χρόνος ο ίδιος. Και η ταινία του Ολιβερ Λαξ αποκτά διαστάσεις μυθικές και βαθιά υπαρξιστικές, πετυχαίνοντας πολλά με τα λίγα.
Βαθμοί: 6
Απαιτητικό
«Σημαδεμένες καρδιές»: «Ρουμάνο Κάφκα» αποκαλούσε ο Ιονέσκο τον Μαξ Μπλέτσερ, τον ρουμάνο συγγραφέα εβραϊκής καταγωγής, στη ζωή του οποίου βασίζει τη νέα του ταινία ο Ράντου Ζούντε, ο σκηνοθέτης του εξαιρετικού «Αφερίμ!», μιας ταινίας διαφορετικής αισθητικής, αλλά εξίσου «άναρχης». Για την ακρίβεια, όχι στη ζωή του, αλλά στο έργο του, από το οποίο και εμπνέεται. Επικεντρώνεται δε σε μια ιδιαίτερη περίοδο του συγγραφέα, όταν δηλαδή ο Μπλέτσερ βρέθηκε σε σανατόριο, αντιμετωπίζοντας φυματίωση των οστών. Εκεί, ακινητοποιημένος στο κρεβάτι, κάνει φιλίες, ερωτεύεται, διασκεδάζει και δημιουργεί. Η ασθένεια όμως επιμένει. Και η ιστορική συγκυρία, προφανής.
Βαθμοί: 6
Εύγευστη τσιχλόφουσκα
«Thor: Ragnarok»: Ενας Θωρ κουρεμένος στην αφίσα, μια παρέα από άλλα brand names, ε, με συγχωρείτε, άλλους ήρωες ήθελα να πω (Dr Strange, Hulk), αλλά και pop, ανάλαφρη διάθεση, και κέφι, και χρώματα, και 80s αισθητική. Επίσης, όσο λιγότερα ειπωθούν για την υποτιθέμενη «χειραφέτηση» επί της «ματσό» βόρειας μυθολογίας (εικασία αγράμματων Δυτικών, καθώς στην πραγματικότητα αφθονούν εκεί οι γυναικείες θεότητες) τόσο το καλύτερο. Εστω κι αν σ’ αυτό το στοιχείο βασίζει η ταινία όλο τον μύθο της.
Βαθμοί: 5
Ούτε ένα αστείο
«Success Story»: Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, συγγραφέας και διαπλεκόμενος, είναι ο πρωταγωνιστής αυτής της νέας «γκρίζας κωμωδίας» του Νίκου Περάκη που φοβάμαι πως έχει ένα σοβαρό πρόβλημα: δεν έχει πλάκα. Δεν έχει χιούμορ. Δεν υπάρχει ένα γκαγκ που να λειτουργεί. Μόνο ένα σεναριακό γαϊτανάκι καταστάσεων συχνά απωθητικών που αντί να λειτουργούν ως σάτιρα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ουσιαστικά αναπαράγουν την αισθητική της –που υποτίθεται πως σαρκάζουν. Επίσης με Τζένη Θεωνά, Πάνο Μουζουράκη, Φιόνα Γεωργιάδη και Ανδρέα Κωνσταντίνου (ο μόνος καλός εδώ).
Βαθμοί: 1
– Βγαίνουν επίσης τα «Τι συνέβη στη Δευτέρα;» (περιπέτεια sci-fi με Νούμι Ραπάς και Γκλεν Γκλόουζ) και «Νάνος στο σπίτι» (συμπαθές animation).