Το τέλος της Μεταπολίτευσης αποτελεί πραγματικότητα η οποία σφραγίστηκε από την ανατροπή του πολιτικού χάρτη της χώρας.
Η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος ήρθε ως αποτέλεσμα της χρεοκοπίας και της εκ του λόγου αυτού επέλασης του εθνολαϊκισμού στη χώρα. Η βίαιη φτωχοποίηση και ανατροπή στις ζωές των ανθρώπων αποτέλεσε το όχημα πάνω στο οποίο κινήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ για να καλλιεργήσει την οργή, για να εμπορευθεί την ελπίδα, για να υποσχεθεί εκδίκηση εμφανιζόμενος ως το «νέο», τη στιγμή που επί της ουσίας προετοίμαζε την επιστροφή στο παλιό με τον πιο ανεύθυνο, δημαγωγικό αλλά και γκροτέσκο τρόπο. Η ανατροπή στο πολιτικό σκηνικό που ξεκίνησε εκλογικά το 2012 και ολοκληρώθηκε το 2015 αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την παραπάνω πραγματικότητα.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, είναι πλέον ευδιάκριτο ακόμη και σε όσους με την ψήφο τους συντέλεσαν σε αυτή την ανατροπή ότι οι «νέες» πολιτικές δυνάμεις που η κρίση ανέδειξε είναι κατώτερες των ιστορικών περιστάσεων και σε κάθε περίπτωση αφόρητα, αλλά και επικίνδυνα παλιές σε ό,τι αφορά το ύφος και ήθος της εξουσίας που ασκούν.
Με τις παραπάνω διαπιστώσεις σχετίζεται ευθέως το γεγονός ότι όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης καταγράφουν την περιορισμένης κλίμακας αντιπροσώπευση των πολιτών, καθώς και τη θετική τους στάση απέναντι στο ενδεχόμενο δημιουργίας ενός νέου πολιτικού φορέα. Ενός πολιτικού φορέα με ιδεολογική βάση τις αδιαπραγμάτευτες αρχές λειτουργίας του κράτους δικαίου, την επιτακτική ανάγκη αναδιανομής πλούτου και όχι φτώχειας, την καταδίκη του πελατειακού κρατισμού, τη στήριξη των επενδύσεων, την ανάδειξη και όχι τον εξοβελισμό της αριστείας, τη μηδενική ανοχή στη βία στις πόλεις και τα πανεπιστήμια, τον σεβασμό στους θεσμούς.
Το άνοιγμα της διαδικασίας για την ίδρυση ενός νέου πολιτικού φορέα είναι αφ’ εαυτού μια θετική για τα πολιτικά πράγματα της χώρας εξέλιξη. Οι μακρόσυρτες βέβαια αντιπαραθέσεις γύρω από ζητήματα διαδικασίας, τη στιγμή που άλλα πολύ πιο πρωτεύοντα και αμιγώς πολιτικά ζητήματα φυσιογνωμίας και λειτουργίας παραμένουν αδιευκρίνιστα, λειτούργησαν αποθαρρυντικά για πολλούς πολίτες, οι οποίοι βλέπουν κατά τα άλλα το εγχείρημα με ενδιαφέρον και ενδεχομένως με προσμονή.
Υπάρχουν πολύ σοβαρά και μείζονος σημασίας για το μέλλον του εγχειρήματος ζητήματα που μένουν αδιευκρίνιστα και είναι προφανές όπως φάνηκε από την πρώτη τηλεμαχία ότι δεν αντιμετωπίζονται ενιαία από τους πολλούς υποψηφίους.
Δύο κατά την άποψή μου είναι τα σημαντικότερα:
Α. Η φυσιογνωμία του νέου φορέα, με δυο λόγια το πολιτικό και ιδεολογικό του στίγμα.
Δεν αναφέρομαι στη διάκριση Κεντροδεξιά/Κεντροαριστερά και το συνειρμικό συμπέρασμα που προδικάζει μετεκλογικές συνεργασίες με ηγεμονεύουσες δυνάμεις. Κάτι τέτοιο όχι μόνο επαρκές δεν είναι, αλλά είναι υπονομευτικό του εγχειρήματος. Μια τέτοια αντίληψη προοιωνίζεται ένα μικρό συμπληρωματικό κόμμα μονοψήφιων ποσοστών που θα παλαντζάρει ανάλογα με τους καιρούς. Παραπέμπει εξάλλου στο συλλογικό υποσυνείδητο των πολιτών, στο ότι ο νέος δικομματισμός όπως προέκυψε από τις εκλογές του 2015 ήρθε για να παγιωθεί στην πολιτική ζωή του τόπου, γεγονός που αν επιβεβαιωθεί, πέρα από αποτυχία του νέου εγχειρήματος θα συνιστά και βαθύ πισωγύρισμα για τη χώρα και τους θεσμούς. Κατά συνέπεια η φυσιογνωμία και το πολιτικό στίγμα μένει να οριοθετηθούν και να καταστούν σαφή με βάση το τέλος της Μεταπολίτευσης και τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας. Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία, τα μέσα και οι σύγχρονες πολιτικές στήριξης του κράτους πρόνοιας, οι απόψεις γύρω από την παιδεία και τη λειτουργία των ΑΕΙ, η προστασία του δημόσιου χώρου και της δημόσιας ασφάλειας και οι πολιτικές για την επίτευξή της, ο ρόλος του συνδικαλισμού στην οργάνωση και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, η θέση για το εκλογικό σύστημα είναι ενδεικτικά θεμελιώδη ζητήματα της φυσιογνωμίας του νέου φορέα που πρέπει με σαφή τρόπο να αρθρωθούν.
Β. Το ζήτημα της λειτουργίας υπαρχόντων κομμάτων που συμμετέχουν στο εγχείρημα, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Η λειτουργία του νέου φορέα ως συνομοσπονδία κομμάτων, κινημάτων, κινήσεων κ.λπ. είναι νομίζω προφανές ότι δεν θα επιτρέψει στον νέο φορέα να καταστεί ο καταλύτης που θα αναδιατάξει ο ίδιος το πολιτικό σκηνικό. Τα παραδείγματα από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν στη χώρα μας τόσο προδικτατορικά όσο και μεταπολιτευτικά είναι πολλά. Οσοι κάνουν το λάθος να επικαλούνται τον ΣΥΡΙΖΑ παραβλέπουν ότι ο επικεφαλής του ηγείτο ενός «μετώπου» στο οποίο συνυπήρχαν τάσεις και όχι κόμματα, οι δε επικεφαλής των τάσεων ήταν επαγγελματίες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και όχι πρώην πρωθυπουργοί, πρώην υπουργοί, πρώην αξιωματούχοι κ.λπ. Κατά συνέπεια, η συνομοσπονδία κομμάτων, μερικά από τα οποία μάλιστα έπαιξαν στο παρελθόν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου, καθώς και η διατήρηση δύο αυτόνομων κοινοβουλευτικών ομάδων και όχι η ενοποίησή τους δεν προοιωνίζονται ούτε τη νέα αφετηρία που επιζητούν οι πολίτες, όπως όλες οι έρευνες καταγράφουν, ούτε τον συμπαγή και συνεκτικό χαρακτήρα του νέου φορέα, που είναι απαραίτητος.
Το εγχείρημα συνιστά πρόκληση η οποία θα μπορούσε να υπερβεί τις πολύ μεγάλες δυσκολίες που το συνοδεύουν. Με την προϋπόθεση ότι τα δύο παραπάνω θεμελιώδη ζητήματα θα απαντηθούν στην πράξη με τρόπο που θα καθιστά σαφές ότι η προσπάθεια αυτή έχει κατεύθυνση προς τα μπροστά και όχι προς τα πίσω.
Η Μιλένα Αποστολάκη είναι πρώην υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης