Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι σινεφίλ έμοιαζαν με περιπατητές στην έρημο. Θυμάμαι ακόμα το χειμωνιάτικο σαββατόβραδο που αποφάσισα να δω το «Braveheart» στο Παλάς, στο Παγκράτι.
Οταν μπήκα στην αίθουσα, νόμιζα πως έκανα λάθος με την ώρα προβολής. Τέτοια ερημιά. Φεύγοντας, μετρηθήκαμε οι παρόντες στην αίθουσα. Βρεθήκαμε μόλις τρεις άνθρωποι. Η άφιξη των πολυαιθουσών που επέβαλαν το αμερικανικό στυλ σινεδιασκέδασης έφερε ξανά τον κόσμο στις σκοτεινές αίθουσες.
Βλέποντας την εξέλιξη εκείνου του φαινομένου, ήλπιζα πως κάτι αντίστοιχο θα συμβεί κάποια στιγμή και στο ποδόσφαιρο. Από τα γεμάτα γήπεδα –στο ματς Ολυμπιακός – Αγιαξ το 1983 στο Ολυμπιακό Στάδιο είχαν κοπεί επίσημα 73.537 εισιτήρια, αλλά οι παρόντες ήταν πάνω από 80.000 –φτάσαμε να μετράμε τους φιλάθλους με τη ματιά.
Ενας εδώ, ένας παραπέρα. Χίλιοι, δυο χιλιάδες νοματαίοι, κι αυτοί με το ζόρι.
Πριν από τριάντα χρόνια, το μεγαλύτερο ρουσφέτι μετά την πρόσληψη στο Δημόσιο και μια καλή μετάθεση για το παιδί μας που είναι φαντάρος ήταν μια πρόσκληση στα επίσημα ενός ντέρμπι ή ενός ευρωπαϊκού αγώνα.
Και ω του θαύματος, η αξία εκείνου του ρουσφετιού αρχίζει να ανακτά τις χαμένες του δυνάμεις. Το ποδόσφαιρο γίνεται ξανά ελκυστικό. Τα γήπεδα γεμίζουν και τα εισιτήρια γίνονται ανάρπαστα. Ενας κύκλος έκλεισε και ένας νέος ανοίγει.