Το είχα πει στον εαυτό μου: πριν κλείσω τα 30 θα έκοβα το κάπνισμα και θα έτρεχα έναν Μαραθώνιο. Οσο πλησίαζε η… αλλαγή δεκαετίας, το σκεφτόμουν μα το ανέβαλλα. Ωσπου ξαφνικά το πήρα απόφαση. Ηταν Σεπτέμβριος του 2012 όταν έσβησα για πάντα το τσιγάρο και Νοέμβριος όταν στάθηκα στην εκκίνηση για τα 42.195 μ. Δεν είχα ιδέα σε τι διαδικασία θα έμπαινα, είχα κάνει απλά κάποια δεκάρια και έναν ημιμαραθώνιο, χωρίς σπουδαίες επιδόσεις. Ούτε ρολόι με GPS είχα, ούτε τζελάκια, ούτε στρατηγικές. Ημουν ο μόνος αρχάριος εκείνη τη χρονιά από την ομάδα του Πανελληνίου με την οποία θα έτρεχα. Η προετοιμασία ήταν σκληρή και πρωτόγνωρη για τα κυβικά μου. Ηταν ένα ταξίδι που το έκανα μόνος και το βίωσα μόνος.
Την ήμερα του αγώνα φθάνοντας στον Μαραθώνα είχα παγώσει. Δεν ήξερα πού να σταθώ, τι να κάνω. Εδωσα τα πράγματά μου και μπήκα στο μπλοκ. Τα μόνα λόγια που θυμάμαι ήταν να μην παρασυρθώ και να πάω αργά. Ξεκινήσαμε. Ο μόνος μου στόχος ήταν να μη σταματήσω και να τερματίσω. Τα κατάφερα.
Αναπολώ εκείνες τις στιγμές. Σκέφτομαι ότι άλλαξαν πολλά από τότε, αλλά αυτό που έμεινε το ίδιο είναι τα αισθήματά μου για το τρέξιμο. Δύσκολα θα καταλάβει κάποιος που δεν έχει σηκωθεί ποτέ από τον καναπέ για να φορέσει τα αθλητικά του και να πάρει τους δρόμους. Είναι αυτές οι «δρομικές» στιγμές που τις θεωρώ προσωπική μου περιουσία. Είναι ο ιδρώτας στον στίβο όταν τα δίνεις όλα στις διαλειμματικές. Είναι οι ανατολές που βλέπεις όταν ξυπνάς τα αξημέρωτα για τα λονγκ ραν σου και νιώθεις τόσο ζωντανός, τόσο τυχερός, που χαμογελάς χωρίς λόγο. Είναι οι βουβοί δρόμοι όπου τρέχεις το πρωί μόνος, πριν ξεχυθούν σ’ αυτούς αυτοκίνητα και πεζοί. Είναι εκείνο το ζευγάρι ηλικιωμένων που σου κορνάρει με το αυτοκίνητο στη μέση του πουθενά να σε ρωτήσει αν θέλεις να σε πετάξουν κάπου· εσύ το μόνο που ζητάς είναι λίγο νερό και εκείνοι σου δίνουν το δικό τους μπουκάλι. Είναι η στιγμή στον Αυθεντικό Μαραθώνιο που λίγο πριν από την Ηρώδου Αττικού σε πιάνει κράμπα και στα δυο πόδια και είσαι έτοιμος να σταματήσεις, ένα μόλις χιλιόμετρο πριν από τον τερματισμό και εκεί ως από μηχανής θεοί εμφανίζονται συναθλητές και σου φωνάζουν δυνατά, άγρια, να συνέλθεις και να τερματίσεις. Είναι ο φίλος που σε περιμένει στο 34ο χιλιόμετρο να σου κάνει σαπόρτ μέχρι τον τερματισμό, διότι ξέρει πόσο ανάγκη το έχεις. Είναι οι δικοί σου άνθρωποι που σε περιμένουν στον τερματισμό με αγωνία και λαχτάρα να σε δουν να περάσεις από μπροστά τους περήφανοι για σένα. Εκείνοι που ακόμη και όταν δεν τα πας τόσο καλά όσο θα ήθελες, θα σε πάρουν αγκαλιά, θα σε φιλήσουν και θα σε θεωρούν ήρωά τους.
Ο Μαραθώνιος είναι ένα μοναχικός αγώνας. Ο κάθε δρομέας καλείται να παλέψει με τους δαίμονές του, τις αδυναμίες του και να βγει νικητής. Στον τερματισμό, όμως, ξέρεις πάντα ότι αυτό που υπερίσχυσε ήταν η ψύχη. Η ψύχη σου.
Ο Κωνσταντίνος Σταματίου είναι 34 ετών, τραπεζικός. Την ερχόμενη Κυριακή θα σταθεί στην ιστορική αφετηρία του Μαραθώνα, έτοιμος για τον έκτο συνεχόμενο Αυθεντικό Μαραθώνιό του. Ακόμη όμως θεωρεί εκείνον τον πρώτο του αγώνα τού 2012 ως τον πιο αγνό του.