«Συ που θα πας…/ Σςς μη μιλάς/ Συ που θα πας σε ξένη γη/ Σαν έρθει η αυγή/ Να θυμηθείς/ Τι προσπαθείς;/ Να σταματήσω τη στιγμή/ Μας προσπερνά, δεν ωφελεί/ Αν φύγεις, φεύγει./ Δεν μπορώ/ Ο χρόνος φεύγει/ Οχι εγώ…»
Οι δύο φίλοι είχαν πάει το 1945 σε ένα καπηλειό με ρολόι στην Καστέλλα για να αποχαιρετιστούν και προσπαθούσαν «δραματικά και επίπονα» να σταματήσουν τον Χρόνο. Αυτός που έφευγε για σπουδές στο Παρίσι ήταν μάλλον ο Κώστας Αξελός. Κι αυτός που έμενε ήταν σίγουρα ο Μάνος Χατζιδάκις, αφού διηγείται ο ίδιος τη σκηνή στο εσωτερικό του δίσκου «Η εποχή της Μελισσάνθης».
Εκεί, ανάμεσα στις ανεξίτηλες αυτοβιογραφικές εικόνες από τις πρώτες μέρες της Απελευθέρωσης, ο συνθέτης μιλά ακόμη για «τον φίλο μας που χάσαμε», τον εικοσάχρονο Εκτορα Οικονομίδη «που τύφλωσαν και θανάτωσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, αφού βέβαια τον πρόδωσαν οι εθνικόφρονες εκείνου του καιρού». Οπως μιλά φυσικά και για τη Μελισσάνθη, «σύμβολο ιδανικών αλλοτινών καιρών», που την έψαχναν παντού αλλά δεν την έβρισκαν, γιατί αν την είχαν βρει μπορεί να μην επέτρεπε τους φόνους του Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, μπορεί να μην άφηνε το Βιετνάμ να γίνει χώρα της βίας, τη Χιλή να αιμορραγεί στη Δύση του Ηλιου και την Αργεντινή να χορεύει τανγκό με τον ρυθμό των πολυβόλων.
Ο δίσκος είχε ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου 1980 και ο Χατζιδάκις τον αφιέρωσε στη μνήμη της μητέρας του. Τον θυμόμαστε με αφορμή τη διπλή συναυλία σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού με την οποία η Εθνική Λυρική Σκηνή εγκαινιάζει αύριο τον τριετή αφιερωματικό κύκλο «Μάνος Χατζιδάκις». Τον ίδιο τον συνθέτη, βέβαια, δεν τον ξεχάσαμε ποτέ. Μας συντροφεύει στις χαρές μας και στις λύπες μας, μας συγκινεί, μας εμπνέει, μας ξεσηκώνει και μας γαληνεύει. Δεν ήταν αισιόδοξος, ήξερε ότι «ο κόσμος μας δεν πάει να γίνει καλύτερος». Και φυσικά είχε δίκιο.
Αν ζούσε σήμερα, θα ήταν 92 ετών. Και θα υπήρχαν αυτοί που θα τον λάτρευαν, όπως θα υπήρχαν εκείνοι που θα εξακολουθούσαν να τον αποκαλούν «απόβρασμα», «σκουληκιασμένο τομάρι» και «χαμερπή ομοφυλόφιλο». Τον είχαν ρωτήσει κάποτε σε μια συνέντευξη πώς θα ήθελε να μείνει το όνομά του και είχε απαντήσει πως δεν τον απασχολούσε καθόλου, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πώς τον ήξεραν οι δικοί του άνθρωποι. Οπως εκείνος όμως έψαχνε τη Μελισσάνθη, έτσι κι εμείς τον ψάχνουμε σήμερα μες στον αλαλαγμό με μανία. Ματαίως. Γιατί αν τον είχαμε βρει, μπορεί να μην άφηνε την Ελλάδα να κατρακυλήσει τόσο, την Ευρώπη να φλερτάρει με τους λαϊκιστές και την Αμερική να γίνει έρμαιο του Τραμπ.
Αλλά ο Χατζιδάκις, αφού τραγούδησε μια τελευταία φορά τον Κεμάλ, «χάθηκε στα σκοτάδια των καιρών. Οριστικά».