Πλήρως απορρυθμισμένη, άνιση και σε συνεχή απόκλιση συγκριτικά με τις χώρες του ΟΟΣΑ είναι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα, όπου έξι στις δέκα νέες προσλήψεις αφορούν ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Οταν ο μέσος όρος αμοιβών στον ΟΟΣΑ είναι 14,15 ευρώ/ώρα, οι έλληνες εργαζόμενοι αμείβονται με 8,75 ευρώ/ώρα. Χαμηλότερα είναι μόνο τα επίπεδα της Τουρκίας (4,8 ευρώ/ώρα), της Ρωσίας (3,5 ευρώ/ώρα), καθώς και πρώην κομμουνιστικών χωρών.
Οταν στην εργάσιμη ηλικία 15-64 ετών ο μέρος όρος του ΟΟΣΑ δείχνει ότι εργάζεται το 66,4%, στην Ελλάδα περίπου μόνο οι μισοί εργάζονται (50,8% το 2015, 53% το 2017). Επιπλέον, όταν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα μένουν άνεργοι, χάνουν το 32% του εισοδήματός τους, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι μόλις 6,5%.
Τα στοιχεία αυτά, που επικαλείται στο εβδομαδιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ, δείχνουν όχι μόνο μια εντελώς απορρυθμισμένη αγορά εργασίας, αλλά και γεμάτη ανισότητες.
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι οι γυναίκες αμείβονται για την ίδια δουλειά λιγότερο από τους άνδρες, με τη διαφορά στις αμοιβές να ανέρχεται σε 51,7% της αμοιβής των ανδρών. Μεγαλύτερες διαφορές καταγράφονται μόνο σε Κορέα, Ιαπωνία και Μεξικό, ενώ στη Σκανδιναβία η διαφορά στις αμοιβές μεταξύ των δύο φύλων περιορίζεται στο 20%-25%.
Επίσης οι νέοι, οι γέροι, οι μητέρες με μικρά παιδιά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και οι μετανάστες έχουν στην Ελλάδα εξαιρετικά μικρό ποσοστό απασχόλησης συγκριτικά με τις άλλες κατηγορίες. Στην Ελλάδα η διαφορά αυτή ανέρχεται στο 38,1% του ποσοστού απασχόλησης της πιο απασχολήσιμης ομάδας του εργατικού δυναμικού (άνδρες 18-55 ετών). Μόνο στο Μεξικό (41,4%) και στην Τουρκία (47,6%) τα ποσοστά είναι υψηλότερα, με μέσο όρο ΟΟΣΑ 25,4%.
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν επίσης ότι το 64,4% των εργαζομένων είναι καταπονημένοι (δουλεύουν πολύ με λίγα μέσα), ενώ το 11,2% δουλεύει πάνω από 60 ώρες εβδομαδιαίως. Η μόνη χώρα του ΟΟΣΑ που βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση στον τομέα αυτόν είναι η Τουρκία (76,2% καταπονημένοι, με το 23,3% πάνω από 60 ώρες εβδομαδιαίως).
ΟΙ ΑΜΟΙΒΕΣ. Από εκεί και πέρα, ένα 16,1% των εργαζομένων αμείβεται με μισθούς κάτω του 50% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ βρίσκεται στο 10,6%. Σημειωτέον ότι το εισοδηματικό όριο όσων αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου εισοδήματος.
Πάντως ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι χωρίς τη μερική απασχόληση και τη μείωση του κατώτατου μισθού, καθώς και τη μεγαλύτερη ευελιξία στον καθορισμό των μισθών σε επιχειρησιακό επίπεδο, η ανεργία θα ήταν σήμερα σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα από το επίπεδο-ρεκόρ του 27% (2013), ενώ η ύφεση θα συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς.
Επαναλαμβάνει επίσης ο ΣΕΒ τη θέση του κατά της επαναφοράς πρακτικών στις εργασιακές σχέσεις που επικρατούσαν πριν από την κρίση, μετά την ολοκλήρωση του Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018.