Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσοι Χάρβεϊ Γουάινστιν υπάρχουν στην Ελλάδα. Ενα πολύ μικρό ποσοστό των γυναικών που έχουν απευθυνθεί στο δίκτυο των δομών μας έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση (περίπου 2% στη γραμμή SOS) και συνήθως οι γυναίκες αυτές διστάζουν να αποκαλύψουν τα προσωπικά στοιχεία των δραστών ή του εργασιακού τους περιβάλλοντος, όπου λαμβάνει χώρα η παρενόχληση. Στις υπηρεσίες μας δεν γίνονται καταγγελίες, δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν τα προσωπικά στοιχεία τόσο των θυμάτων, όσο και των δραστών, αλλά σκοπός τους είναι η ενδυνάμωση των γυναικών, ώστε να μπορέσουν να προασπίσουν την αξιοπρέπεια, την ασφάλεια και τα συμφέροντά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Οι αποκαλύψεις για τον Γουάινστιν είναι μία υπόθεση που έχει λάβει πολύ μεγάλη δημοσιότητα και έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανασταλτικός παράγοντας για κάποιον τωρινό η μελλοντικό δράστη και να ωθήσει πιθανό θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης σε χώρο εργασίας να μιλήσει και να καταγγείλει το περιστατικό.

Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε ποια επαγγέλματα έχουμε παρατηρήσει αυξημένους αριθμούς επιθέσεων, λόγω του μικρού αριθμού περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης που έχουμε εξυπηρετήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει πάντα ανισότητα ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη ως προς τη σχέση ισχύος, ενώ από τις αναφορές που μας έχουν γίνει φαίνεται ότι συχνά εμπλέκονται συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες, όπως για παράδειγμα γιατροί, δικηγόροι καθηγητές και εργοδότες μικρών επιχειρήσεων.

Σαφώς και οι άνδρες είναι αποδέκτες σεξουαλικής παρενόχλησης αλλά το δίκτυο υπηρεσιών της ΓΓΙΦ απευθύνεται σε γυναίκες (επειδή είναι η πλειονότητα των θυμάτων σε όλες τις μορφές βίας), άρα μπορούμε να σας μιλήσουμε μόνο για γυναίκες. Δεν είναι θέμα ερωτικής έλξης, αλλά άσκησης εξουσίας. Αυτό που οπλίζει έναν θύτη είναι η επιμονή για εξουσία, η ανάγκη για επιβεβαίωση και η μη ανοχή της απόρριψης. Συνήθως, έχουν μια πολύ παραδοσιακή άποψη για τους ρόλους των δύο φύλων. Θεωρούν ότι οι γυναίκες υπάρχουν για να εξυπηρετούν τις ανάγκες τους.

Τα θύματα δυσκολεύονται να μιλήσουν δημόσια. Νιώθουν ντροπή γι’ αυτό που συμβαίνει, έχουν αγωνία μήπως χάσουν τη δουλειά τους, αγωνία ότι μπορεί να κατηγορηθούν οι ίδιες ότι ευθύνονται για τη σεξουαλική παρενόχληση ή ότι μπορεί να προκάλεσαν τον δράστη, φόβος ότι δεν θα τις πιστέψουν. Οι προσωπικές αυτές αγωνίες καλλιεργούνται και ενισχύονται από τις υπάρχουσες κοινωνικές προκαταλήψεις. Δείτε, για παράδειγμα, τι γίνεται στις περιπτώσεις θυμάτων βιασμού.

Η σεξουαλική παρενόχληση είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί. Η γυναίκα που έχει παρενοχληθεί σεξουαλικά αισθάνεται προσβολή, ντροπή και φόβο. Φοβάται πως αν μιλήσει θα κινδυνεύσει η θέση εργασίας της, κανείς δεν θα την πιστέψει και στο τέλος ούτε θα τιμωρηθεί ο δράστης, ούτε θα δικαιωθεί ηθικά η ίδια. Η συμπεριφορά αυτού που παρενοχλεί πρέπει να κατονομαστεί, να απορριφθεί ευθέως, λεκτικά, ψυχρά και ψύχραιμα και η απόρριψη πρέπει να γίνει αμέσως, χωρίς αργοπορία. Η υποστήριξη και η βοήθεια από το συναδελφικό περιβάλλον είναι κατά κανόνα προϋπόθεση για να επιτύχει «η αποφασιστική άμεση λεκτική τακτική». Αλλη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ξεκάθαρων κανονισμών για το αθέμιτο της σεξουαλικής παρενόχλησης σε κάθε εργασιακό χώρο, έτσι ώστε η εργαζόμενη να έχει τη δυνατότητα να ακολουθήσει συγκεκριμένες διαδικασίες ή να απευθυνθεί σε καθορισμένα πρόσωπα προκειμένου να κάνει καταγγελία.

Στην Ελλάδα υπάρχει νόμος, ο οποίος ορίζει ότι η σεξουαλική παρενόχληση συνιστά απαράδεκτη διάκριση στη σημερινή κοινωνία και, ως εκ τούτου, πρέπει να τιμωρείται, ορίζοντας πως είναι υποχρέωση των εργοδοτών να εξασφαλίζουν ότι κανένας και καμία εργαζόμενος/-η δεν θα δέχεται ανεπιθύμητη, προσβλητική σεξουαλική συμπεριφορά (Αρθρο 26, 3896/2010).

Μία γυναίκα θα μπορούσε να καταγγείλει αυτόν που την παρενόχλησε στον Συνήγορο του Πολίτη καθώς και στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ).

Η νοοτροπία «τα ‘θελε κι αυτή» διαιωνίζει την αναπαραγωγή στερεοτύπων και ως αποτέλεσμα έχει την ενοχοποίηση του θύματος. Για να αλλάξει αυτό απαιτείται εκπαίδευση και ενημέρωση σε σχολικά περιβάλλοντα. Η ύπαρξη όλων των υπηρεσιών που υπάγονται στο δίκτυο της ΓΓΙΦ (40 Συμβουλευτικά Κέντρα, 21 Ξενώνες Φιλοξενίας, Τηλεφωνική Γραμμή SOS 15900) υποστηρίζει όλη αυτή την προσπάθεια.