Η παράσταση στην οποία συμπρωταγωνιστεί, βασισμένη στην περίφημη, ομώνυμη ταινία του 1962, παρακολουθεί την Μπέιμπι Τζέιν και την Μπλανς: δύο ξεπεσμένες ηθοποιούς που, από παιδί-θαύμα η μία και από μεγάλη σταρ των χολιγουντιανών μελό η άλλη, πλέον, καθηλωμένες η πρώτη στο παρελθόν και η δεύτερη σε αναπηρικό καροτσάκι, ζούνε μαζί, περνώντας τις μέρες τους κυριολεκτικά βασανιστικά.
Από τη μεριά της βέβαια, η Μπέτυ Λιβανού, η Μπλανς της ιστορίας (και αδελφή της Τζέιν, που υποδύεται η Ρούλα Πατεράκη), δεν θέλει, λέει, να αφιερώνει μεγάλα χρονικά διαστήματα στην απαιτητική τέχνη της υποκριτικής: έχει και προσωπική ζωή. Ακόμα και το ξεκίνημά της σχεδόν τυχαία προέκυψε, έπειτα από μια τηλεφωνική πρόταση του Φίνου. Στη συνέχεια, τα πράγματα, ταινίες όπως «Ταξίδι του μέλιτος», «Ο ασυμβίβαστος», «Ξαφνικός έρωτας», αλλά και «Η εποχή των δολοφόνων» ή «Τεστοστερόνη», καθώς και αρκετές τηλεοπτικές σειρές, σαν να ήρθαν από μόνα τους. Οχι ότι δεν απολαμβάνει το «άθλημα»: ειδικά το «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;», που σε σκηνοθεσία Απόλλωνα Παπαθεοχάρη έχει ήδη επιστρέψει στο θέατρο Σφενδόνη για δεύτερη χρονιά, είναι για τη Λιβανού τόσο καθηλωτικό, που συνήθως από την πλατεία «δεν ακούγεται κιχ».
Η λεγόμενη επάνοδός σας στο θέατρο μετράει ήδη λίγο καιρό. Την ευχαριστιέστε; Σας είχε λείψει η σκηνή;
Μα έτσι είναι η σχέση μου με το θέατρο: μπαίνω και βγαίνω. Κάνω μια παράσταση, αποχωρώ, περνάει ένα χρονικό διάστημα, έπειτα κάτι συμβαίνει ξανά, κ.λπ. Ποτέ δεν ήταν δεδομένο ότι κάθε σεζόν θα εμφανίζομαι κάπου. Το θέατρο αποσπά κάθε φορά το 100% του ενδιαφέροντός μου, επομένως δεν θέλω να με απασχολεί για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα. Με ενδιαφέρει και η προσωπική μου ζωή. Η «επάνοδός» μου συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να γίνει.
Δεν αισθάνεστε δηλαδή 100% ηθοποιός;
Υστερα από σαράντα χρόνια, ναι, είμαι πια ηθοποιός. Το έχω πιστέψει κι εγώ. Μου πήρε καιρό, γιατί ουσιαστικά δεν κυνήγησα κάποια καριέρα. Ο,τι συνέβη, συνέβη τυχαία, έπειτα από εκείνο το τηλεφώνημα του Φίνου για να παίξω στην ταινία «Οι αμαρτωλοί». Στη συνέχεια, τα πράγματα έρχονταν από μόνα τους.
Στο «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» τι σας τράβηξε;
Είναι ένας ιδιαίτερος ρόλος, που πραγματικά αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί του. Τον έχουν υποδυθεί τέρατα, όπως η Τζόαν Κρόφορντ μαζί με την Μπέτι Ντέιβις. Δεν μπορεί να γίνει σύγκριση, αλλά το ότι μεταφέρεται για πρώτη φορά στο θέατρο έχει πολύ ενδιαφέρον. Το ανεβάσαμε και στη Θεσσαλονίκη, αλλά σε ιταλική σκηνή. Στο θέατρο Σφενδόνη, το κοινό κάθεται περιμετρικά. Γίνεται άλλο έργο. Ενα ολόκληρο, ρεαλιστικό σκηνικό στήνεται πολύ κοντά στον θεατή. Είναι φοβερό πώς μια σκηνή μπορεί να καθορίσει μια παράσταση.
Ποιο σχόλιο, ποιο συναίσθημα ενός θεατή θα σας πιστοποιούσε την επιτυχία της;
Στον ελάχιστο χρόνο που την έχουμε παίξει, έχω διαπιστώσει ότι οι θεατές καθηλώνονται. Δεν ακούγεται «κιχ» από την πλατεία, ούτε καρέκλα δεν τρίζει. Είναι ένα πολύ καλό σημάδι για την παράσταση. Πρόκειται βέβαια και για θρίλερ, ένα είδος που σπάνια ανεβαίνει στη σκηνή. Το γιατί, δεν το γνωρίζω. Δεν υπάρχει συνταγή στο θέατρο, υπάρχουν επιτυχίες και αποτυχίες. Μια χημεία μεταξύ των θεατών και του έργου ή η απουσία της.
Σύμφωνα με τον θρύλο, η Κρόφορντ και η Ντέιβις έτρεφαν μια αμοιβαία αντιπάθεια που συνέβαλε στην εμπορική επιτυχία της ταινίας. Συνέβαιναν άραγε κάτι τέτοια και ανάμεσα σε μεγάλα ονόματα της Ελλάδας;
Από ό,τι έχω καταλάβει, υπήρχε ένας ανταγωνισμός, τον οποίο εκμεταλλεύτηκαν κάποιοι παραγωγοί για να προωθήσουν την ταινία. Ισως και οι ίδιες οι ηθοποιοί να πέσανε στην παγίδα του. Νομίζω ότι έφτασαν να τσακώνονται ακόμα και για το ποια θα παραλάβει Οσκαρ άλλων ηθοποιών. Δεν μπορώ λοιπόν να σκεφτώ ανάλογο παράδειγμα στην Ελλάδα. Αν τώρα ο όποιος φυσιολογικός ανταγωνισμός, μεταξύ λ.χ. της Βουγιουκλάκη και της Καρέζη, ήταν και λίγο μύθος, ε, δεν είναι διόλου απίθανο.
Κάτι άλλο που φαίνεται να υπάρχει στο Χόλιγουντ είναι η σεξουαλική κακοποίηση ηθοποιών από μεγαλοπαραγωγούς, όπως ο Χάρβεϊ Γουάινστιν.
Τι να πω, μιλάμε για κανονικό βιασμό, σωματικό και ψυχικό. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί συμβαίνουν μόνο από τους άνδρες αυτά. Τόσο πολύ στη φύση τους είναι δηλαδή αυτές οι συμπεριφορές;
Υπάρχουν στην Ελλάδα αντίστοιχες ιστορίες που θα έπρεπε να αναδειχθούν;
Προφανώς θα υπάρχουν κάποια πράγματα, σε άλλη κλίμακα βεβαίως –ίσως είμαστε πιο αθώοι εμείς.
Υπάρχει κάτι που σας λείπει από την εποχή του Φίνου ή του νέου ελληνικού κινηματογράφου;
Σίγουρα. Διανύουμε όμως και μια εποχή που ούτως ή άλλως δεν ευνοεί το ελληνικό σινεμά. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν φωτεινά παραδείγματα που διαπρέπουν στο εξωτερικό, κι έτσι ακούγεται λίγο και η Ελλάδα.
Το «αλλόκοτο κύμα» του ελληνικού σινεμά το παρακολουθείτε;
Ναι, αυτή τη στιγμή, τέτοιες δουλειές ενδιαφέρουν το διεθνές κοινό. Είναι ένα άλλου είδους σινεμά. Δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά χαρακτηρίζει την εποχή μας. Πάντα το έργο ενός δημιουργού επηρεάζεται από την εποχή του, και η δική μας είναι κι αυτή λίγο «alien».
Με τα πολιτικά ασχολείστε;
Οχι. Είμαι πολύ απογοητευμένη, δεν βλέπω κανένα φως. Δεν μπορούμε καν να πιστέψουμε ότι έχουμε μέλλον. Στην τέχνη και στον πολιτισμό, δύσκολα ανθίζει κάτι. Απέναντι σε αυτό που μας συμβαίνει, ο καθένας κάνει την προσπάθειά του. Στους φίλους μου λέω –και προσπαθώ να το πιστέψω κι εγώ –ότι θα μας τα πάρουν όλα, τουλάχιστον όμως ας μας αφήσουν την ψυχή.
Ενας κακοπροαίρετος θα έλεγε ότι μιλάτε εκ του ασφαλούς, ζώντας σε ένα κτήμα στην Παιανία.
Δεν είναι όμως καθόλου έτσι.
Εχετε και μια δραστήρια θεατρική ομάδα εκεί.
Είναι μια ιδιωτική πρωτοβουλία που δεν στηρίζεται από κανέναν. Ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια. Εχουμε ανεβάσει τρία έργα: την «Αυλή των θαυμάτων», «Τα κόκκινα φανάρια» και τώρα «Το μεγάλο μας τσίρκο». Πρόκειται για παραστάσεις φιλανθρωπικού τύπου, που έχουν στηρίξει αρκετούς τομείς της κοινωνίας. Είναι πολύ ευχάριστο να μπορείς να προσφέρεις κάτι αυτή την εποχή.
Να υποθέσουμε ότι εκεί δεν «μπαίνετε» και «βγαίνετε»;
Οχι, ίσα ίσα: ένας λόγος που τα τελευταία έξι χρόνια δεν δούλευα στο θέατρο ήταν αυτό το εγχείρημα. Κάθε φορά που μου γινόταν μια πρόταση, σκεφτόμουν «Και τι θα γίνει με την ομάδα, θα την εγκαταλείψω;». Και δεν το αποφάσιζα. Πρόκειται όμως για ένα πολύ όμορφο ταξίδι. Οσο δύσκολο είναι να φτιάξεις μια ομάδα, άλλο τόσο ωραίο είναι να βρίσκεσαι μέσα της.

INFO

«Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» στο θέατρο Σφενδόνη (Μακρή 4, τηλ. 215-5158.968) για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων