Δεν ξέρω εάν ο Θανάσης Νιάρχος σκέφτηκε εμένα γι’ αυτήν τη φωτογραφία, ίσως γιατί, ενώ συνυπάρχουν οι τέχνες και η σκέψη, απουσιάζει η μουσική και περισσεύει η σιωπή. Οπως ταιριάζει σε μια φωτογραφία. Ούτως ή άλλως, η μουσική είναι η πλέον αόρατη τέχνη. Κι εγώ σαν μουσικός σκοπεύω να μιλήσω. Οπως ένας αέρας φέρνει άλλα πρόσωπα κι ανακαλεί στιγμές σαν άλλες φωτογραφίες.
Από όσο γνωρίζω, αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε με αφορμή τα πορτρέτα που ζωγράφισε ο Χρόνης Μπότσογλου, του Κωστή Παπαγιώργη, του Θανάση Βαλτινού και του Βασίλη Παπαβασιλείου. Στη φωτογραφία είναι για λίγο μαζί. Και στη ζωγραφική ο καθένας μόνος του. Μια φωτογραφία προσώπων διαρκείας. Ενα απρόσμενο κουαρτέτο. Η κάθοδος των τεσσάρων. Κατά το «Η κάθοδος των εννιά» του Θανάση Βαλτινού. «Η Νέκυια» του Χρόνη Μπότσογλου. Η κάθοδος βαθιά στις «Σκιές του θεάτρου» του Βασίλη Παπαβασιλείου. «Ζώντες και τεθνεώτες» του Κωστή Παπαγιώργη. Σαν μια κοινή ψυχική βάση. Ή λες κι ανιχνεύουν ένα κοινό σώμα που υποφέρει, που πάσχει χρόνια. Το σώμα ενός τόπου ή του χρόνου. Ή το προσωπικό σώμα του καθενός.
Ο Μπότσογλου έχει το βλέμμα που νομίζεις πως σε βλέπει με χρώμα. Πως σε σχεδιάζει απευθείας με το χρώμα. Μ’ αυτό το βλέμμα τον θυμάμαι να κοιτάζει τον φίλο του Νίκο Χουλιαρά σε ένα αφιέρωμα γι’ αυτόν στην Παλιά Βουλή. Είμαστε μαζί στους ομιλητές. Δίπλα μου ο ζωγράφος Γιάννης Βαλαβανίδης. Μας ακούει υπομονετικά με μειλίχιο ύφος. Μοιάζει να ‘χει γίνει ο ίδιος ένα από εκείνα τα ρεαλιστικά πρόσωπα που ζωγράφιζε… με φούμο, κάρβουνο. Ο Νίκος απέναντι έχει χάσει πια τη μνήμη του. Κοιτάζει σαν να μας ονειρεύεται. Αμίλητος. Μου έρχονται τα λόγια του Μπότσογλου «δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο παρά να ζωγραφίζω» και πόσο ζήλευε τον Νίκο που εκτός από τη ζωγραφική έγραφε, μιλούσε ωραία. Που τραγουδούσε. Και τώρα εκείνος ήταν που μπορούσε να μιλάει. Και ο Νίκος εκεί στη σιωπή. Ο πιο ερμητικός του πίνακας. Ο Μίμης Μαρωνίτης ένα μεσημέρι στην Πλατεία Προσκόπων. Μιλάει για την «Προσωπική Νέκυια», το έργο του Μπότσογλου, με ομηρικές εικόνες. Με μια αίσθηση κινηματογραφική. Σαν ταινία μικρού μήκους. Με χρώματα ζοφερά. Μου φέρνει στο μυαλό την «Παραλογή» του Μιχάλη Γκανά «…Μονόφθαλμο σκοτάδι με τραβάει / και κατεβαίνω πέτρα πέτρα / Απόκρημνη ζωγραφική…».
Και ένας άλλος κατήφορος κοφτός «Η κάθοδος των εννιά» του Θανάση Βαλτινού.
Προς το τέλος της δικτατορίας. Στην οδό Σόλωνος στη Νομική. Μας κυνηγάνε κραδαίνοντας τα κλομπ αφηνιασμένοι αστυνομικοί. Εντρομος μπαίνω σε ένα ασφυκτικά μικρό βιβλιοπωλείο. Κλείνω την πόρτα και πολύ ψύχραιμα και απροσδόκητα ρωτάω. Μήπως έχετε κανένα βιβλίο για το θέατρο Νο; Και εισπράττω την εξίσου γρήγορη και ψύχραιμη απάντηση: «Οχι, κύριε. Υπάρχει μόνο ενα κείμενο για το θέατρο Νο του μουσικολόγου Λεωτσάκου στο περιοδικό “Θέατρο”, αριθμός τάδε!». Ηταν ο ποιητής Γιάννης Κοντός και το βιβλιοπωλείο Ηνίοχος. Της οδού Σόλωνος, της αποξηραμένης σήμερα από τέτοια βιβλιοπωλεία-στέκια. Εκτοτε θα πηγαίνω συχνά και λίγο καιρό μετά θα μου δώσει να διαβάσω ένα κείμενο, αν θυμάμαι καλά, σ’ ένα παλιό μεταχειρισμένο τεύχος του περιοδικού «Εποχές». «Η κάθοδος των εννιά». Και έπειτα ήρθε ο Ανδρέας Κορδοπάτης, το «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο». Και ο κύριος Παρασκευαΐδης, ηπειρώτης γιατρός. Ηλικιωμένος. Τον συναντούσα στο καφέ Dezire του Κολωνακίου. Μέγας θαυμαστής του Τζιότο, του δημοτικού τραγουδιού και του Βαλτινού. Η γλώσσα μας χρειάζεται έναν Τζιότο, σχολίαζε ρηξικέλευθα. Εφυγε ήσυχα ένα πρωί στον ύπνο του.
Αλλο ένα αγαπητό φιλικό μου πρόσωπο που θυμάμαι τώρα βλέποντας εδώ τον Βασίλη Παπαβασιλείου, και το έχω συνδέσει μαζί του γιατί τον παρακολουθούσε με πάθος σε ό,τι έλεγε και έκανε. «Παρακολουθούμε» λοιπόν τον Βασίλη ως Ελένη του Γιάννη Ρίτσου. Στα Εξάρχεια. Δίπλα μου ο φίλος, Ελεήμων το όνομά του. Αναφωνεί κάθε πέντε λεπτά «θαύμα, θαύμα». Και κάθε δέκα λεπτά με σκουντούσε. Κοίτα, παίζει το «Εγώ, η άνθρωπος». Φράση της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη. Ο Ελεήμων, που δεν είναι πλέον στη ζωή, με είχε επιφορτίσει να παραδώσω στον Βασίλη ένα μονόπρακτο, «Ο μαύρος καβαλάρης», που άρχιζε με έναν στίχο του Παλαμά και λίγες γραμμές ακόμη. Είχε συνθέσει και κάπου 20 μέτρα της μουσικής του μονόπρακτου που δεν θα ολοκλήρωνε ποτέ. Ενας συριγμός μιας βιόλας ήταν με την υποσημείωση «Η ευτυχία συντρίμμια». Φαντάζομαι να έβλεπε τον Βασίλη, που εγώ εξακολουθώ να παρακολουθώ, έξω από ένα εκκλησάκι στη Λίμνη Ευβοίας, μόνο επί σκηνής να ομιλεί και να παρασταίνει τους Χαλασοχώρηδες και μια σύνθεση κειμένων του Παπαδιαμάντη. Και ο Ελεήμων με τη μουσική ευαισθησία του να σκουντάει πάλι. «Κοίτα, πώς γίνεται να παίζει ένα αλεγκρέτο και να πονάει περισσότερο και από το πιο σπαρακτικό αντάτζιο». Γιατί άλλο η λέξη και άλλο η πνοή των λέξεων, όπως λέει ο Παπαβασιλείου.
Ο Κωστής Παπαγιώργης, πάλι, μου φαίνεται έτοιμος να λοξοδρομήσει, να βγει από τη φωτογραφία. Μαύρο παντελόνι, ανοιχτόχρωμο κοντομάνικο πουκάμισο με κάθετες ρίγες. Κάτι σαν τη σκέψη του. Μιλάμε με τον Χρήστο Βακαλόπουλο ένα απόγευμα για τον Κωστή στο παλιό Dolce και μας βρίσκει το βράδυ. Το «Περί μέθης» του Κωστή, ο κόσμος ο ναυαγισμένος στα σκληρά λαϊκά τραγούδια. Του κόσμου ο περίγελος. Αλλόκοτες ταραχές μάς έχουν τυλίξει αυτά τα χρόνια. Του Κωστή, θέλω να πω, δεν έχω νέα του. Αλλά πώς να το πει αυτό κανείς. Ολο και κάτι νέο θα βρεις αν ανατρέξεις σε κάποιες γραμμές του. Λοιπόν, ας μην του πολυαρέσει η φωτογραφία του Κωστή. Οπως λέει, «ποίηση είναι ό,τι χάνεται στη μετάφραση, ζωγραφική και λογοτεχνία είναι ό,τι δεν μπορεί να πλάσει η φωτογραφία».
Τα θαυμάσια πορτρέτα της ουσίας τους που ζωγράφισε ο Μπότσογλου ίσως τα δουν λιγότεροι. Πάντως αυτή η φωτογραφία τους, κι αυτή ωραία είναι. Και οι τέσσερις μοιάζει να μας κοιτάνε κατάματα όλους και τον καθένα χωριστά. Με το δικό του βλέμμα ο καθένας. Με μια ελαφρά ειρωνεία. Οχι εκδικητική. Με ένα φως. Και εάν δεν είναι μια υπόσχεση ευδαιμονίας, ίσως είναι ένα βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο.