Εως την περασμένη Τετάρτη, η εικόνα που, κατά τη γνώμη μου, υπερίσχυε όλων των άλλων όποτε γινόταν αναφορά στη Βίκη Σταμάτη ήταν εκείνη του περασμένου Απριλίου, κατά την ημέρα που αποφυλακίστηκε ο σύζυγός της Ακης Τσοχατζόπουλος. Με τεράστια ροζ γυαλιά σε σχήμα καρδιάς σαν γλειφιτζούρια του Αγίου Βαλεντίνου, έναν παραφουσκωμένο κότσο-κεφτέ σαν μετεωρίτη πάνω στο κεφάλι της και πρόσωπο τόσο τσιτωμένο και καλογυαλισμένο που θύμιζε τις μεγάλες, ντυμένες «Μαρία Αντουανέτα» κούκλες που, στη δεκαετία του 1960, έβαζαν στους καναπέδες (κυρίως σε σπίτια ναυτικών). Οχι διότι αυτή η φωτογραφία ήταν η πιο πρόσφατη, αλλά επειδή εικονογραφούσε χαρακτηριστικά τη δυσλειτουργία αυτής της γυναίκας ως προς την προσαρμογή της στην πραγματικότητα. Ή μάλλον ένα στάδιο πίσω. Την εντελώς δική της αντίληψη που έχει για την πραγματικότητα. Ακόμη περισσότερο μάλιστα στα χρόνια της πτώσης απ’ όσο στα χρόνια της ακμής. Τότε που ζούσε, περπατούσε και μιλούσε στις πωλήτριες (σύμφωνα με τα λεγόμενά τους) σαν Μαρία Αντουανέτα που ξέπεσε κάπου μεταξύ Βουκουρεστίου και Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Και δεν θυμάμαι τώρα ποιος έχει πει ότι η διαφορά μεταξύ παιδιού και ενηλίκου είναι ότι ο ενήλικος προσπαθεί να προσαρμόσει τον εαυτό του στην πραγματικότητα, ενώ το παιδί την πραγματικότητα στον εαυτό του.
Βέβαια είχαν προηγηθεί πολλά στιγμιότυπα και ομιλούσες πόζες της κυρίας Σταμάτη. Αλλοτε πίσω από τα κάγκελα, άλλοτε με ένα αρκουδάκι αγκαλιά, άλλοτε απαξιωτική, άλλοτε ωρυόμενη, άλλοτε καταγγελτική, άλλοτε σοφή, άλλοτε αθώα. Και πάντα σαν να προσπαθούσε να μαζέψει, να ξεχειλώσει, να τραβήξει από δω, να γυρίσει από κει το ρούχο της πραγματικότητας. Να το φέρει στα μέτρα της. Κι εκείνο, στο αδιαπραγμάτευτο μέγεθός του, να την αφήνει, τελικά, γυμνή. Οπως τώρα η αίτηση διαζυγίου. Σαν να είχε γίνει από παλιά. Ή σαν να μην έγινε ποτέ.
Σε όλες αυτές τις πόζες αναζητούσα, ασυνείδητα, μια χαραμάδα, μέσα από την οποία θα μπορούσα να διακρίνω τα ψήγματα της αλήθειας της. Οχι για να τη συμπονέσω, αλλά γιατί πιστεύω ότι οι άνθρωποι είμαστε οι χαραμάδες μας. Αυτά τα κρακελαρίσματα πάνω στις μασίφ επιφάνειες της βιτρίνας μας. Σε εκείνη δεν βρήκα τίποτα. Καμία αντανάκλαση αλήθειας. Κανένα ίχνος αντικειμενικής συναίσθησης αυτού που της συμβαίνει. Δεν είναι, ακριβώς, ψεύτικη. Απλώς η δική της αλήθεια είναι το ψέμα. Η κυρία Σταμάτη έχει, νομίζω, ένα μοναδικό χαρακτηριστικό. Να παγώνει εντελώς το συναίσθημα των άλλων. Ούτε να τη λυπηθείς σε αφήνει, ούτε να την οικτίρεις, ούτε όμως ακριβώς σε εξοργίζει. Τουλάχιστον εμένα. Κάθε φορά που τη βλέπω, θέλω μόνο να τυλιχτώ πιο σφιχτά στη ζακέτα μου. Ακόμη κι αν δεν φοράω ζακέτα. Οχι γιατί κρυώνω, αλλά για να θυμηθώ αυτήν την τόσο ανθρώπινη κίνηση.
Στην πιο πρόσφατη φωτογραφία της, καθώς μπαίνει σε ένα ταξί, απευθυνόμενη στους δημοσιογράφους, σηκώνει, χαρακτηριστικά, το μεσαίο της δάχτυλο. Προσωπικά, μου φαίνεται σαν να προσπαθεί με αυτό το δάχτυλο να ανοίξει τρύπες στο κέλυφος της πραγματικότητας. Να αναπνεύσει τον αέρα της δικής της ουτοπίας. Και μου θυμίζει τον Αυξέντι, τον ήρωα στο «Ημερολόγιο ενός τρελού» του Γκόγκολ. Που ενώ είναι πλέον έγκλειστος στο άσυλο, εξακολουθεί να νομίζει ότι είναι ο βασιλιάς της Ισπανίας. Και όσα περνάει εκεί, μέρος του τελετουργικού της ισπανικής Αυλής. Η Βίκη Σταμάτη όμως δεν έχει τη δραματουργική του στόφα.