Το πρόβλημα της ασφάλειας είναι υπαρκτό στη χώρα μας και, χωρίς αμφιβολία, οξύνεται από την ανοχή σε φαινόμενα ανομίας. Η συζήτηση όμως που διεξήχθη στη Βουλή, ακριβώς γι’ αυτό το πρόβλημα, δεν ήταν στο ύψος των περιστάσεων. Ο διάλογος των δύο πρωταγωνιστών της δεν απάντησε στις αγωνίες των πολιτών, έγινε ερήμην της κοινωνίας και των ανησυχιών της. Ηταν ένας διάλογος περισσότερο προσωπικός και λιγότερο πολιτικός, αφορούσε κυρίως τα δύο πρόσωπα παρά το κοινωνικό σύνολο.
Από τη μία πλευρά, ο Πρωθυπουργός επιχείρησε να υποβαθμίσει το πρόβλημα με το αδιανόητο πολιτικά επιχείρημα ότι «αυτά γίνονταν πάντα», αλλά και να αλλάξει την ατζέντα της συζήτησης αντλώντας έμπνευση από τον δημοσιογραφικό υπόκοσμο, ενώ άφησε αναπάντητα ερωτήματα που έθεσε ο αρχηγός της αντιπολίτευσης για σειρά ζητημάτων όπως είναι η κατάσταση στα πανεπιστήμια ή η δράση βίαιων ομάδων. Συνοπτικά, δεν θα έκανε λάθος κανείς εάν έλεγε ότι ο Πρωθυπουργός φυγομάχησε λασπολογώντας.
Από την άλλη πλευρά, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρεκτράπηκε σε σημεία της τοποθέτησής του σε υπερσυντηρητικές ατραπούς χρωματίζοντας ιδεολογικά το πρόβλημα της ασφάλειας και τροφοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο μια παρεξήγηση που πρέπει επιτέλους να λυθεί: η ασφάλεια δεν είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερή αλλά μια συνθήκη απαραίτητη σε μια κοινωνία για τη διασφάλιση της ελευθερίας και της δημοκρατικής της λειτουργίας. Δεν νοείται ελεύθερη ζωή σε συνθήκες φόβου.
Στη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή χάθηκε η ευκαιρία να αναγνωριστεί το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις. Δεν πρέπει να χαθεί άλλη. Γιατί ακόμη χειρότερος από το αίσθημα ανασφάλειας μιας κοινωνίας είναι ο εθισμός της στη βία.