Οι καλοθελητές το λένε άλλοτε ως καλαμπούρι, άλλοτε ως ευχή ή προσευχή: «Τι τα θέλετε τα debates και τις κάλπες για την ανάδειξη νέου ηγέτη της Κεντροαριστεράς; Η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα έχει ήδη τον επόμενο ηγέτη της. Ονομάζεται Αλέξης Τσίπρας».
Τον ισχυρισμό επιβεβαιώνει, λένε, η εκλογική αριθμητική: η εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ έχει πια μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Το 44% του ΠΑΣΟΚ του 2009 μετενσαρκώθηκε στο 35,5% του ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Μήπως, λοιπόν, η μάχη για την ηγεσία της νέας παράταξης γίνεται ερήμην του λαού της, ο οποίος είναι ήδη αλλού; Μήπως όλη η συζήτηση γίνεται για ένα πουκάμισο αδειανό;
Η πολιτική, βέβαια, δεν είναι απλή αριθμητική. Αλλά και οι αριθμοί έχουν την αλήθεια τους.
Πρώτη αλήθεια. Συντελέστηκε, πράγματι, μια απότομη, βίαιη μετατόπιση. Αλλά η διαδρομή από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ, από το 2009 στο 2015, δεν ήταν μια κλασική εκλογική μετακίνηση, όπως εκείνη από την ΕΔΗΚ στο ΠΑΣΟΚ, από το 1974 στο 1981. Μοιάζει περισσότερο με έναν ισχυρό σεισμό και τη μετασεισμική ακολουθία του. Παίρνω ως παράδειγμα ένα λαϊκό πράσινο «κάστρο», την εργατούπολη του Ασπρόπυργου. Είχε δώσει στο ΠΑΣΟΚ, στην ήττα του 2007, 45% (και μόνον 33% στη νικήτρια ΝΔ) και στη νίκη του 2009 51%! Κι ύστερα, τον Μάιο του 2012, πρώτο κόμμα στον Ασπρόπυργο ήταν οι ΑΝΕΛ, με 25%, με δεύτερο το ΚΚΕ και τρίτη τη Χρυσή Αυγή! Για να φθάσουμε στις εκλογές του 2015, που είδαν τον ΣΥΡΙΖΑ στο 37% και κατόπιν στο 43%, τη ΝΔ στο 21% και μετά στο 19%, με τη Χρυσή Αυγή πάντα τρίτο κόμμα με 15% και το ΠΑΣΟΚ στο 2,4%, λίγο κάτω από την Τελεία του Απόστολου Γκλέτσου. Οι δομικές πλάκες μετακινήθηκαν πολύ βίαια από τον πολιτικό σεισμό. Αλλά μπορούμε να θεωρήσουμε πως θα μείνουν για πάντα στις θέσεις όπου τις αφήσαμε το 2015;
Δεύτερη αλήθεια. Το 2009, τα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ είχαν επιλέξει περίπου τρία εκατομμύρια (για την ακρίβεια, 3.012.218) πολίτες. Τι απέγιναν αυτοί οι ψηφοφόροι; Οι δύο στους τρεις, στις τελευταίες εκλογές, τον Σεπτέμβριο του 2015, επέλεξαν να ψηφίσουν είτε ΔΗΣΥ είτε ΣΥΡΙΖΑ. Ο υπολογισμός είναι κάπως αυθαίρετος και αγνοεί την πολυπλοκότητα των εκλογικών μετακινήσεων. Αλλά αν από τους 1.926.675 ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, του 2015, αφαιρέσουμε 315.000 ψηφοφόρους που τον είχαν επιλέξει και το 2009 και προσθέσουμε τους 340.000 ψηφοφόρους της ΔΗΣΥ, το άθροισμα είναι κάτι λιγότερο από δύο εκατομμύρια. Λείπουν από τον λογαριασμό κάτι περισσότερο από ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι, από εκείνους που το 2009 είχαν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ. Ενας στους τρεις παλιούς ψηφοφόρους, ένα σημαντικό κομμάτι του «λαού της παράταξης», δεν ψηφίζει, δεν παρουσιάζεται, δεν εκπροσωπείται, απέχει.
Κάπου εδώ η σημασία της αριθμητικής εξαντλείται. Γιατί αυτό που λείπει δεν είναι απλώς το ένα τρίτο του «λαού της παράταξης». Είναι η ψυχή της –αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας μια τόσο φθαρμένη και βαρύγδουπη έκφραση. Είναι η απάντηση στο ερώτημα: Τι είναι και τι θέλει σήμερα μια παράταξη που έχει ευγενική καταγωγή (από τον βενιζελικό εκσυγχρονισμό), ηρωική ιστορία (από το δημοκρατικό Κέντρο της δεκαετίας του ’60) και μια πλούσια, πλην σχολάζουσα πολιτική κληρονομιά (από τις τέσσερις δεκαετίες του ΠΑΣΟΚ), μα φέρει ως στίγμα την «ατυχία» να είναι εκείνη που κλήθηκε να διαχειριστεί, το 2010, μια ήδη συντελεσθείσα αλλά αφανή ώς τότε χρεοκοπία; Ποια προσδοκία εκπροσωπεί, ποιο σχέδιο για το μέλλον προτείνει, πώς ενσωματώνει και μεταφράζει πολιτικά την πικρή σοφία της αυτογνωσίας, που διά πυρός και σιδήρου κατέκτησε η χώρα, στα χρόνια της κρίσης;
Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Και όλα τα κάνει δυσκολότερα το διεθνές, το ευρωπαϊκό περιβάλλον. Σε όλη την Ευρώπη, η πολιτική οικογένεια στην οποία η καθ’ ημάς Κεντροαριστερά εγγράφεται, βρίσκεται σε ύφεση. Οι εκλογικές της επιδόσεις κινούνται μεταξύ της καταστροφής (Γαλλία, Ολλανδία) και του μαρασμού (Γερμανία, Ισπανία). Και το μέλλον της το διεκδικούν δύο τάσεις αντίρροπες, που και οι δύο προτείνουν μια ρήξη με το παρελθόν της. Σχηματικά, μοιάζει να πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στον μετασχηματισμό της σε ένα κινηματικό, μεταρρυθμιστικό Κέντρο α λα Μακρόν και σε μια ριζοσπαστική φυγή προς τα αριστερά α λα Κόρμπιν, χωρίς ακόμη να μπορεί να διαλέξει.
Ολα είναι δύσκολα. Από την άλλη, όμως, μια μικρή δόση αισιοδοξίας επιτρέπεται. Μια παράταξη που μέσα σ’ έναν αιώνα επανιδρύθηκε τρεις, τουλάχιστον, φορές μπορεί να ελπίζει πως θα τα καταφέρει άλλη μία.