Πόσο βαθιά πρέπει να σκάψουμε για να φθάσουμε ώς τα έγκατα του τρόμου; Κανένας δεν μπορεί να μας απαντήσει με σιγουριά. Πολύ πριν ο άνθρωπος αρχίσει να γράφει, πολύ πριν ανακαλύψει τον χαλκό ή τον σίδηρο, είχε ανακαλύψει την ασυναγώνιστη δύναμη του τρόμου. Οι βιασμοί, οι εμπρησμοί, οι ανασκολοπισμοί, οι αποκεφαλισμοί και οι διαμελισμοί μετέδιδαν τη φρίκη και επέβαλλαν την υποταγή ταχύτερα κάθε άλλου από τα πενιχρά προπαγανδιστικά μέσα εκείνων των βραδυκίνητων χιλιετιών. Αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, με υψωμένη τη σημαία του σταυρού (το όργανο μαρτυρίου, κατά τραγική ειρωνεία, αναρίθμητων δύσμοιρων τη ρωμαϊκή περίοδο) οι χριστιανοί δεν υστέρησαν σε τρομοκρατική ευρηματικότητα. Αθάνατη έχει μείνει η ρήση του αββά Αρνό Αμορί, λεγάτου (εκπροσώπου) του Πάπα, τον Ιούλιο του 1209, όταν πολιορκούσε την πόλη Μπεζιέ στη Νότια Γαλλία και οι στρατιώτες τον ρώτησαν πώς θα καταφέρουν να ξεχωρίσουν τους πιστούς καθολικούς κατοίκους από τους Καθαρούς, την αιρετική σέχτα: «Σκοτώστε τους όλους. Ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς του».
Στη νεωτερική εποχή έλαχε ο κλήρος σ’ έναν παρφουμαρισμένο επαρχιώτη δικηγόρο για να συνδέσει πρώτος την υστεροφημία του με το συνταγολόγιο του τρόμου. Ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος (1758 – 1794) δεν χρειάστηκε παρά ένα φονικό δεκατετράμηνο για να καρατομήσει χιλιάδες εχθρούς της δημοκρατίας, με τελευταίο πεσκέσι, φευ, το δικό του κεφάλι. Στην «Αρετή και Τρομοκρατία –Λόγοι από τη Γαλλική Επανάσταση» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2008), μια ανατριχιαστικά αποκαλυπτική συλλογή ομιλιών του προς τα μέλη της Εθνικής Συμβατικής Συνέλευσης, ο Ροβεσπιέρος υπερασπίζεται τον τρόμο ως το έσχατο καταφύγιο της αρετής. «Δίχως την αρετή, ο τρόμος είναι ολέθριος», μας λέει, «δίχως τον τρόμο, η αρετή είναι ανίσχυρη». Επιστρατεύει τη γενική βούληση –μια προγενέστερη επινόηση του Ζαν-Ζακ Ρουσό –και θέτει την αρετή στην υπηρεσία της. Ποιον εκφράζει η γενική βούληση; Την πλειοψηφία του λαού. Οποιος διαφωνεί με την πλειοψηφία, όχι μονάχα δεν θα πρέπει να προστατεύεται (αυτές είναι φλούφλικες κατακτήσεις του επόμενου αιώνα), αλλά τουναντίον θα πρέπει να εξολοθρεύεται. Και ποιος θα μας πείσει ότι εκφράζει την πλειοψηφία, από τη στιγμή που κανένας δεν θα τολμάει –επί ποινή θανάτου –να εκφράσει αντίθετη άποψη; Εκείνος που ισχυρίζεται ότι την εκφράζει ήδη και είναι σε θέση να επιβάλλει τον ισχυρισμό του. Εν προκειμένω, ο Ροβεσπιέρος. Με ένα καρκινικό λογικό σχήμα, που ξεκινάει και καταλήγει στο δίκαιο της πυγμής, ο Ροβεσπιέρος εξορθολογίζει τον τρόμο και δίνει ένα ιδεολογικό πασπαρτού για τους απανταχού δικτάτορες.
Ο Στάλιν, ένας από τους πνευματικούς κληρονόμους του Ροβεσπιέρου, θα προχωρήσει τη σκέψη του δασκάλου του ένα αποτρόπαιο βήμα παραπέρα. Διαχωρίζει τους εχθρούς της επανάστασης (τους δικούς του εχθρούς, σαν να λέμε, αφού ο ίδιος ενσαρκώνει την επανάσταση) σε υποκειμενικά αθώους και σε αντικειμενικά ενόχους. Συγκρατήστε αυτόν τον ακαταμάχητα διεστραμμένο συλλογισμό –θα τον συναντήσουμε αναπάντεχα και στις μέρες μας. Διατείνεται ο άρχων του Κρεμλίνου ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία εάν εσύ προσωπικά είσαι παντελώς αθώος, από την ώρα που η επανάσταση –δηλαδή, ο Στάλιν –κρίνει ότι στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία τον εξυπηρετεί να είσαι ένοχος. Η διαδικασία που θα κινηθεί εναντίον σου –όπως οι διαβόητες Δίκες της Μόσχας –δεν θα είναι παρά μια θεατρική παράσταση, με τους ρόλους μοιρασμένους εξαρχής (εδώ θα σε κεραυνοβολεί ο εισαγγελέας Βισίνσκι, εκεί θα χαμηλώνεις εσύ το βλέμμα με συντριβή) και με προδιαγεγραμμένη τη διπλή έκβαση: την ομολογία σου και τη θανατική σου καταδίκη. Πώς έλεγαν παλιά οι νομικοί ότι όλοι είναι αθώοι μέχρι να αποδειχτούν ένοχοι; Ε, καμία σχέση. Ολοι είναι ένοχοι. Ενα το κρατούμενο. Εναπόκειται κατόπιν στη μεγαθυμία του ηγεμόνα εάν και πότε θα αποδειχτούν ένοχοι.
Ο εικοστός αιώνας ήταν ένα αδυσώπητο μπρα ντε φερ τρόμου ανάμεσα στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας και τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Κερδισμένος, όμοια με το σκάκι, ήταν όποιος μπορούσε να προβλέψει δύο, τρεις ή και περισσότερες κινήσεις του αντιπάλου του. Κάθε τεχνολογική καινοτομία του ενός ήταν ζήτημα χρόνου –ελάχιστου, μερικές φορές –να πέσει στα χέρια του άλλου και να μετατραπεί εν μιά νυκτί από τακτικό πλεονέκτημα σε τακτικό μειονέκτημα. Πολυάριθμοι νεολογισμοί –ασύμμετρη απειλή, παράπλευρες απώλειες, λελογισμένη χρήση βίας –σκέπαζαν τις ακαθαρσίες ένθεν κακείθεν, με κορυφαίο το ολοένα και πιο δύσκολα συγκαλυπτόμενο σκάνδαλο, την ύβριν που τόσο πετυχημένα είχε επισημάνει ο Μάνος Χατζιδάκις: προς χάριν του σκοπού, υιοθετούσες τα μέσα του εχθρού. Κάθε μέρα που πολεμούσες το τέρας, του έμοιαζες και περισσότερο. Το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους οδήγησε τον παραλογισμό στα άκρα. Ο Μάικλ Μουρ απέσπασε τον χρυσό φοίνικα στις Κάννες με το σπαραχτικά αστείο «Φαρενάιτ 9/11». Εκεί, μεταξύ άλλων, μπορείτε να δείτε πώς η 11η Σεπτεμβρίου αύξησε δραματικά τις πωλήσεις των δωματίων πανικού στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ. Πανικόβλητοι γελαδάρηδες, που δεν γνώριζαν καν μέχρι τότε εάν το Αφγανιστάν ήταν χώρα ή γλύκισμα, κλειδαμπαρώνονταν εκουσίως σε κελιά μεγέθους τουαλέτας. Εν πολλοίς θύμιζε εκείνα τα ψυχροπολεμικά φιλμάκια, τη δεκαετία του 1950, εν αναμονή του πυρηνικού ολέθρου, με τους μαθητές να κρύβονται κάτω από τα θρανία.
Στις μέρες μας το Ισλαμικό Κράτος προσέφερε τον δικό του οβολό, με μια καινοτομία τόσο απάνθρωπη στην απλότητά της, ώστε δικαίως να υποπτεύεσαι ότι μονάχα ένα ιδιοφυές κτήνος θα μπορούσε να τη σκαρφιστεί. Τι καινούργιο προσκόμισε το ISIS; Μελέτησε την οδυνηρή αποτυχία της Αλ Κάιντα και άντλησε χρήσιμα διδάγματα: εάν η πάλη μεταξύ των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας και των τρομοκρατικών οργανώσεων είναι μια πάλη μηχανισμών, αναπόφευκτα ο μακράν πιο εξελιγμένος μηχανισμός θα συντρίψει κάποια στιγμή τον πιο αδύναμο. Τέρμα λοιπόν οι μηχανισμοί. Τέρμα οι συνωμοτικοί πυρήνες. Στροφή προς τον απλό καθημερινό άνθρωπο που ζει ήδη στη Δύση –ούτε πλαστά διαβατήρια πια ούτε λαθρεμπόριο όπλων –και νιώθει ότι η Δύση τον έχει χεσμένο: επειδή δεν έχει δουλειά, επειδή είναι σκούρος, επειδή τον έφτυσε η γκόμενα, επειδή, επειδή… Οποιο και αν είναι το κίνητρό του, όσο σοβαρό ή όσο ευτελές, δεν χρειάζεται καν να μας το γνωστοποιήσει. Αρκεί να νοικιάσει ή να κλέψει ένα αυτοκίνητο, να πατήσει τέρμα το γκάζι και να ανέβει στο πεζοδρόμιο. Μπορεί εκεί να περπατούν αμέριμνα υποκειμενικά αθώοι –θυμηθείτε, φίλοι μου, τον Στάλιν –αλλά, αφού περπατούν στη Νίκαια, στο Αμβούργο, στη Βαρκελώνη ή στο Μανχάταν, είναι αντικειμενικά ένοχοι. Εμείς, κατόπιν σφαγής, θα υιοθετήσουμε την πράξη του. Θα τον εγγράψουμε στους μάρτυρες του ιερού μας σκοπού ή, έστω, στους χρήσιμους ηλίθιους. Αλλάχ ου ακμπάρ.