Προχωρημένη νύχτα, την ώρα που βγαίνουν για ψάρεμα τα γριγρί, είδα απ’ το μπαλκόνι μου φωτάκια ν’ αρμενίζουν στον Αργοσαρωνικό αλλά πού να ξέρω αν κάνουν πουλάκια τα μάτια μου, αν ήταν όντως αλιευτικά ή τίποτα ψυχαγωγικά σκάφη για άυπνους βιτσιόζους; Μπορεί και να ‘ταν Σαρακηνοί και Απελάτες που επεδίδοντο σε κοντραμπάντο (λαθρεμπορικό δίκτυο μεταφοράς εμπορευμάτων που έδρασε στον αιγιακό χώρο τον 19ο αιώνα) ή μπορεί και γόνδολες ο σόλε μίο, αλλά μπορεί και η γοργόνα η αδελφή του Μεγαλέξανδρου που θρηνούσε και φουρτούνιαζε το πέλαγο. Να το ξέρει άραγε η γοργόνα ότι αυτό που κάνει απαγορεύεται διά ροπάλου; Δεν το λέω εγώ, για να της τη σπάσω. Το λένε τα ταμπελάκια που φύτεψε ο δήμος στην άμμο της Παραλιακής για να ξέρει ο κόσμος ότι μετά το αποτρόπαιο του «Αγία Ζώνη», το υπουργείο Υγείας και το υπουργείο Ναυτιλίας δεν επιτρέπουν το κολύμπι και το ψάρεμα σ’ αυτά τα νερά, μολονότι τα πέρασε ένα χέρι με το σουίφερ ο Κουρουμπλής. Μα και η Αφροδίτη να αναδυθεί από εκειμέσα, και πάλι, δεν θα είναι του Μποτιτσέλι, θα είναι η Αφροδίτη της Pirelli αλλά όχι όπως τη δείχνουν τα γνωστά ημερολόγια τοίχου.
Αν δεν είχε βάλει ψύχρα κι αν δεν νύσταζα τόσο, θα έριχνα πρόχειρα απάνω μου μια στολή δύτη με μπουκάλες και θα κολυμπούσα ώς εκεί, να διαπιστώσω με τα μάτια μου. Ψαρεύουν, ρομαντζάρουν ή μήπως είναι τίποτα σκάφη του Λιμενικού με την γκλίτσα τους, που καθοδηγούν τα κεφαλόπουλα από πού να βοσκήσουν και από πού να κόψουν λάσπη, λάμνοντας με την ουρά και τα πτερύγιά τους;
Την τράτα λέν’ Μαρίτσα, τη σκούνα Βαγγελή, Σουλτάνα τη μαούνα, τη βάρκα Κουρουμπλή. Μακάρι να ‘μουνα κεφαλόπουλο, να ‘χα προστάτη και οδηγό το αλάνθαστο ψαρίσιο ένστικτό μου, αλλά δεν είμαι. Πορεύομαι βάσει απαγορεύσεων, επισήμων και ανεπισήμων πληροφοριών, κυβερνητικών διαβεβαιώσεων και δημοσιογραφικών ερευνών, πράγμα που αργά ή γρήγορα θα με οδηγήσει στην τρέλα. Οπότε, χίλιες φορές καλύτερα να πάω χορτάτη και αμέριμνη. Γκαρσόν, μια μερίδα γόπες, απ’ όπου κι αν προέρχονται.