«Αμα το πιέσετε, θα το καταφέρετε. Το πιστεύουμε αυτό και ελπίζουμε σε εσάς…». Αντιγράφω το SMS που μου έστειλαν. Πού επενδύει ο συγγραφέας του μηνύματος χρησιμοποιώντας την κολακευτική πίεση; Στην εύρεση μοχλού συντόμευσης, στην πλάγια, by pass, διαδικασία που αποφεύγει τον κανόνα, τη ρύθμιση, τον νόμο. Δίκιο έχει. Αυτό έχει διδαχθεί, αυτό θεωρεί ως αυτονόητο, αυτό ασκεί.
Ο ελεύθερος επαγγελματίας έχει υποχρέωση να υποβάλει στην Εφορία λίστα προμηθευτών – πελατών. Τη δεκαετία του ’90, η υποχρέωση υποβολής υπήρχε σε αυτούς που είχαν ένα ορισμένο ποσό συναλλαγής και πάνω. Νομίζω ένα εκατομμύριο δρχ. (3.000 ευρώ). Σε ένα βράδυ η ρύθμιση εξαίρεσης καταργήθηκε, κανείς δεν το έμαθε, φτιάχτηκε μια τεράστια ουρά παραβατών και εκκρεμών προστίμων. Πήγαινε ο κόσμος στην Εφορία, τα έσκαγε, έβριζε. Σε μία εβδομάδα καταργήθηκε η κατάργηση της εξαίρεσης. Σε αυτούς όμως που είχαν σπεύσει να πληρώσουν δεν επιστρέφονταν τα χρήματα. Ποιος κέρδισε; Τη δεκαετία του 2000, οι τιμές των ακινήτων ήταν στ’ αστέρια. Το μόνο που έβρισκε κανείς σε λογική τιμή ήταν τα «τεμάχια» που δεν είχαν τίτλους ιδιοκτησίας. Κάτι παραχωρητήρια χωρίς τίτλο, ρίζα, ιδιοκτησιακή καταγωγή. «Κάνεις δυο-τρεις μεταβιβάσεις και χάνεται από τα μάτια της έρευνας στα υποθηκοφυλακεία» συμβούλευαν τα τσακάλια της αγοράς. Επαιρνε δηλαδή κανείς το καταπατημένο, έφτιαχνε το αυθαίρετο, έπαιρνε ρεύμα για κοινωνικούς λόγους, κάποια στιγμή με τις άπειρες νομιμοποιήσεις, εντάξεις στο σχέδιο πόλης κ.λπ. κάτι εντελώς εκτός νόμου και δικαίου, αποκτούσε «ιδιοκτήτη» με δόξα και τιμή. Ποιος κερδίζει από το φαινόμενο;
Κοίταζε τον κομμένο ιμάντα μπροστά στο κατεβασμένο ρολό. Ο αλουμινάς. «25 ευρώ το παράθυρο θέλω, υλικά και εργασία». «75, δηλαδή, τα τρία. Με ΦΠΑ;». «Οχι, πες μου μετά, πόσο ΦΠΑ θέλεις να δώσεις στο κράτος και θα το κανονίσουμε». Εκπαιδευμένη, επεξεργασμένη απάντηση.
Το δίκαιο που διαμορφώνεται είναι άδικο. Ο συνεπής, ο τίμιος χάνει, η ζωή είναι ακριβή γι’ αυτόν. Πληρώνει, δηλώνει, ταυτοποιείται, ενοχοποιείται. Κουβαλάει σαν άγος την τιμιότητά του. Η διαύγεια στην ατομική ιδιοκτησία, η καθαρότητα στα οικονομικά, η ευθύτητα συμμόρφωσης στον νόμο γίνονται άχθος. Αυτή την οδύνη διδάσκεται ο πολίτης ή, ακόμα χειρότερα, δεσμεύεται, καθηλώνεται από την ίδια την «by pass» πρακτική του, η οποία του αποδίδει –ακριβώς επειδή αυτή επιβεβαιώνεται από το σύστημα. Το νομοθετικό, πολιτικό, εθιμικό σύστημα που ικανοποιεί το «κόψιμο δρόμου». Αυτή η διδαχή αναπαράγεται στο είδος των σχέσεων ισχύος, καπατσοσύνης, πίεσης με λομπίστικες τεχνικές.
Η ηγεμονία αυτής της μορφής δικαίου, του αυτοσχέδιου, πραξιακού, ανθεκτικού, διάσπαρτου «δικαίου», υπερκαθορίζει και την πολιτική δυνατότητα και τον μικρό άτυπο πολιτισμό της καθημερινότητας. Είναι δύσκολο να συγκρουστείς με ένα φάντασμα. Αυτό που υφίσταται, διατρέχει τις σχέσεις, ορίζει πολιτικές γλώσσες, ηγεμονεύει και προσδιορίζει τις κομματικές κατασκευές. Η (παρούσα) απροσδιοριστία του σαθρού και αισχρού, του αδίκου δηλαδή, υπονομεύει τις δυνατότητες σύγκρουσης, υπέρβασης, αντίπραξης. Ο καταπατητής, ο φοροφυγάς, ο λουφαδόρος δεν έχουν δίκιο, φτιάχνουν δίκιο.
O Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής