Η ώρα είναι 9.30 το πρωί. Στο γραφείο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Ποταμιού, η πόρτα ανοίγει και ο Γρηγόρης Ψαριανός μπαίνει καθυστερημένος στην πρωινή σύσκεψη. Οσοι είναι εκεί έχουν ήδη πάρει θέση στο μεγάλο τραπέζι των συσκέψεων και έτσι ο βουλευτής συμβιβάζεται με τον καναπέ της γωνίας. Στην κορυφή του τραπεζιού κάθεται ο Σταύρος Θεοδωράκης. Μπροστά του βρίσκονται ένα πληκτρολόγιο και μια οθόνη, γυρισμένη ωστόσο προς την πλευρά των υπολοίπων. Γράφει χωρίς να βλέπει αν κάνει λάθος –βασίζεται στις φωνές των συνεργατών του.
Η πρωτολογία του για την ανανέωση των F-16, στην οποία θα κληθεί να απαντήσει σε λίγα λεπτά ο Αλέξης Τσίπρας, γεννιέται εκείνη τη στιγμή, με τον Γιώργο Μαυρωτά να κοιτάει το ρολόι του και να υπενθυμίζει τον χρόνο που απομένει. «Τι να πω, μένος ή εμμονή;» ρωτάει ο επικεφαλής και ο καθένας πετά μια διαφορετική ιδέα. Τελικά αποφασίζει μόνος του –η «εμμονή» έχει κερδίσει. «Πες για τον Παππά, γι’ αυτό που είπε για τον Γοργοπόταμο. Πες ότι καλλιεργεί εμφυλιοπολεμικό μίσος». Η ατάκα βρίσκει θετικούς αποδέκτες, όμως, τελικά, η άποψη που επικρατεί είναι άλλη: «Αν το πούμε έτσι, γινόμαστε σαν κι αυτόν». Η αναφορά στον υπουργό παραμένει, είναι ωστόσο πιο ήπια σε τόνο.
Αν κάτι απεχθάνεται ο Σταύρος Θεοδωράκης, αυτό είναι ο λαϊκισμός. Ενώ γνωρίζει ότι, ανεβαίνοντας στο βήμα, βρίσκεται μόνος του αντιμέτωπος με τον Πρωθυπουργό, η ομιλία του δεν ξεφεύγει από το θέμα της συζήτησης. «Δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στον συγκυβερνήτη σας που αντιμετωπίζει το υπουργείο ως εφαλτήριο για τις ανορθόδοξες φιλοδοξίες και επιλογές του. Η ευθύνη σας είναι μεγάλη και η μέχρι σήμερα πολιτεία σας δείχνει ότι είστε συνυπεύθυνος αυτής της κακής πολιτικής!» αναφέρει για τον Πάνο Καμμένο –η ταύτιση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, άλλωστε, είναι και ο κύριος λόγος που αποκλείει οποιαδήποτε μετεκλογική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ ακούει τα δήθεν συγκαταβατικά λόγια του Αλέξη Τσίπρα («δεν φταίτε εσείς, άλλα μάλλον μόνο από fake news ενημερώνεστε»), δεν του υπενθυμίζει τις αμέτρητες φορές που ο ίδιος έχει επικαλεστεί «fake news» εις βάρος του –τότε που τον ονόμαζαν «τσιράκι των αφεντικών» και Το Ποτάμι «κόμμα των εργολάβων». Ενώ θυμώνει όταν ο Τέρενς Κουίκ από τα κυβερνητικά έδρανα τον αποκαλεί «κακομοίρη»
και τον προκαλεί να λογαριαστούν έξω, απαντά μόνο θεσμικά: «Τα ‘χω ξανακούσει, ξέρετε, αυτά. Από τη Χρυσή Αυγή».
Ο Θεοδωράκης, όμως, ξέρει επίσης ότι εκλογές δεν κερδίζονται μόνο με το να κρατάς την ψυχραιμία σου και να μην απαντάς στις προκλήσεις. Χρειάστηκε πολλές φορές να γκρινιάξει παραπάνω απ’ όσο θα ήθελε το τελευταίο διάστημα, βλέποντας τις κόκκινες γραμμές του στις εσωτερικές εκλογές να καταπατώνται, καθώς και να δημοσιοποιήσει καταστάσεις που υπό άλλες συνθήκες θα άφηνε να χαθούν στο παρασκήνιο. Δεν είναι πια, λένε όσοι τον γνωρίζουν, ο ίδιος ονειροπόλος πολιτικός που από το Λαύριο αναφωνούσε πως «θέλει να τα αλλάξει όλα, χωρίς να χαλάσει τη χώρα». Μπορεί το σύνθημα να παραμένει ως έχει, όμως, έχοντας στην πλάτη του την εμπειρία του 2015, ο «Σταύρος» γνωρίζει πολύ καλά ότι οι μεγάλες αλλαγές θέλουν κόπο και χρόνο. Γι’ αυτό αποφάσισε, τελικά, να συμμετάσχει στη δημιουργία του νέου φορέα: πιστεύει βαθιά ότι το «μεγάλο προοδευτικό κίνημα» που φιλοδοξεί να δημιουργήσει, αν εκλεγεί, μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας
Λίγες ημέρες μετά την παρουσία του στη Βουλή, το αυτοκίνητο τον περιμένει έξω από το σπίτι του στο Χαλάνδρι. Στόχος είναι να φτάσει στην ώρα του στον Πειραιά, για μια ανοιχτή προεκλογική συζήτηση με τον Στέλιο Μάινα. Ξεκινά καθυστερημένος, προσφέροντας στους συνεπιβάτες του «την καλύτερη σοκολάτα που έχουν φάει ποτέ». Στη διαδρομή συζητά για τις αποκαλύψεις για τον Κέβιν Σπέισι και, προφανώς, για τις εκλογές της προοδευτικής παράταξης –έκφραση που προτιμάει από τη λέξη «δημοκρατική», η οποία παραπέμπει σε άλλες εποχές και άλλα, πιο «πράσινα» κόμματα.
Παρά την ευρεία αποδοχή του από τη βάση του ΠΑΣΟΚ, ο ίδιος μάλλον νιώθει πιο άνετα στις μειοψηφίες. Επιλέγει, για παράδειγμα, να ψηφίζει νόμους υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ακόμα κι όταν η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας διαφωνεί, όπως συνέβη με την ταυτότητα φύλου. Γνωρίζει ότι ο δρόμος για την ηγεσία κατά πάσα πιθανότητα περνάει μέσα από την πασοκική ιστορία, όμως αποφεύγει να μιλήσει για τον Αντρέα –προτιμά να δηλώνει γοητευμένος από τον Κύρκο και τον Μπερλινγκουέρ, παρότι δεν βαδίζει ακριβώς στα χνάρια τους. Η παρουσία του στην πολιτική μοιάζει με την επίσκεψή του στον Πειραιά: εμφανίζεται για να πει όσα θεωρεί πως οφείλει να πει, χωρίς να νοιάζεται που σε λίγη ώρα η γειτονιά θα ερημώσει, γιατί ο Ολυμπιακός παίζει με την Μπαρτσελόνα.
Οι παρευρισκόμενοι έχουν γεμίσει τον όροφο του βιβλιοπωλείου. Τους χαιρετάει φιλικά, τους μιλάει στον ενικό. Τα χρόνια του ως δημοσιογράφου τού επιτρέπουν να αφηγείται ιστορίες –και αυτό κάνει, περιγράφοντας τις συναντήσεις του με τον Αλέξη Τσίπρα λίγο πριν από το δημοψήφισμα, προκαλώντας τα αισθήματα του ακροατηρίου του. Το προηγούμενο επάγγελμά του, ωστόσο, του έχει προσδώσει άλλο ένα χαρακτηριστικό: έχει μάθει να ακούει. Ακούει την Ελένη να λέει ότι ο γιος της έχει φύγει στο εξωτερικό, επειδή δεν έβρισκε δουλειά. «Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας, αυτήν τη στιγμή, είναι η μαύρη εργασία που αυτήν τη στιγμή εκτοξεύεται και δημιουργεί μια γενιά ανθρώπων που δεν έχουν καμία ελπίδα στη χώρα τους» απαντά. «Είναι νέοι που είτε προσπαθούν να φύγουν στο εξωτερικό είτε είναι αποτραβηγμένοι από την παραγωγή είτε κάνουν μαύρα μεροκάματα και είναι έτοιμοι να μας φάνε». Μέσα σε μία ώρα και κάτι, αναλύει τις θέσεις του για την επόμενη μέρα, χωρίς να υποπέσει σε πολύωρο μονόλογο. Κάποια στιγμή, ο Γιάννης στο βάθος τού επισημαίνει πως εμφανίζεται πολύ επικριτικός με τους δημοσίους υπαλλήλους. «Το πρόβλημα δεν είναι το Δημόσιο», τονίζει, «αλλά η κομματοκρατία», συμπληρώνοντας πως «την ημέρα που ψήφιζε ο ΣΥΡΙΖΑ τον κόφτη στις δαπάνες, ψήφισε τη δημιουργία 77 καινούργιων γενικών γραμματειών, ειδικών γραμματειών, αναπληρωτών γραμματέων, τομεακών γραμματειών». Κατά την προσφιλή του συνήθεια, δεν θα καταχραστεί τον χρόνο όσων ήρθαν να τον ακούσουν, κλείνοντας τη συζήτηση ακριβώς στην ώρα της –άλλωστε, έχει αγώνα σε λίγο.
Ο Θεοδωράκης, από την αρχή της προεκλογικής του εκστρατείας, επέλεξε να παίζει σε άλλο γήπεδο. Ρισκάροντας, δεν ζύγισε τους συσχετισμούς στο ΠΑΣΟΚ. Προτίμησε, εντελώς συνειδητά, να απευθυνθεί σε ένα ακροατήριο εκτός κομματικών μηχανισμών, γνωρίζοντας πως αν αυτό δεν έρθει να ψηφίσει, οι πιθανότητές του μειώνονται. «Ισως να μην μπορούμε, μα ίσως και να μη θέλουμε» –έτσι λέει ο φίλος του Νίκος Πορτοκάλογλου. Προς το παρόν, ωστόσο, «εδώ είναι το ταξίδι».