Στην ταινία «Suburbicon», η μαύρη οικογένεια που φτάνει στην ομώνυμη «ιδανική» –και ολόλευκη –αμερικανική πόλη εισπράττει στην αρχή έκπληκτα βλέμματα. Μετά αρχίζουν οι διακρίσεις στο σουπερμάρκετ και οι συγκαλυμμένες απειλές. Και μια μέρα, όλη η πόλη μαζεύεται έξω από το σπίτι και φωνάζει συνθήματα ή παίζει μουσική για να αναγκάσει τους παρείσακτους να φύγουν.
Μακριά από μας αυτός ο γενικευμένος και «νομιμοποιημένος» ρατσισμός. Είναι όμως γεγονός ότι στη χώρα μας ένα νεοναζιστικό κόμμα διατηρείται σταθερά σε ένα υψηλό ποσοστό παρά την αποκάλυψη της εγκληματικής του δράσης. Οτι ένας άνθρωπος έχει δολοφονηθεί από στέλεχος αυτού του κόμματος, ενώ αρκετοί άλλοι έχουν δεχθεί, και συνεχίζουν να δέχονται, δολοφονικές επιθέσεις. Και ότι ένα προσφυγόπουλο από το Αφγανιστάν πρώτα πέφτει θύμα ενός «θεσμικού» ρατσισμού και στη συνέχεια αναγκάζεται να μετακομίσει για να μην του κάψουν το σπίτι.
Ο 11χρονος Αμίρ στάθηκε πιο τυχερός από τον 3χρονο Αϊλάν που βρέθηκε πρόπερσι νεκρός στο Μποντρούμ. Οχι μόνο βγήκε ζωντανός από την αναμέτρηση με τη θάλασσα, αλλά επελέγη να μεταφερθεί και στην Αθήνα επειδή η μητέρα του χρήζει ιατρικής παρακολούθησης και ο πατέρας του βρίσκεται στη Γερμανία. Ατύχησε όμως στην επόμενη επιλογή. Η κληρωτίδα του σχολείου του δεν ήξερε από χρώματα του δέρματος και έφερε τον διευθυντή προ εφιαλτικού διλήμματος: να δεχθεί το αποτέλεσμα και να προκαλέσει τους νοικοκυραίους –αφού για πρώτη φορά θα παρήλαυνε ένας Αφγανός κρατώντας την ελληνική σημαία –ή να βρει μια δικαιολογία για να πετάξει από πάνω του την ευθύνη;
Η λύση που βρέθηκε ήταν η χειρότερη δυνατή: το παιδί αποκλείστηκε με τη δικαιολογία ότι δεν ήθελε να πάει στην εκκλησία, κάτι που το ίδιο και η μητέρα του αρνούνται. Δικαίως λοιπόν διατάχθηκε έρευνα για να διαπιστωθούν οι λόγοι που επαναλήφθηκε η κλήρωση. Και ακόμη πιο δικαίως κάλεσε ο Πρωθυπουργός τον Αμίρ στο Μαξίμου και του χάρισε την ελληνική σημαία που του στέρησε το σχολείο του. Το χαμόγελο αυτού του παιδιού είναι ό,τι πιο ειλικρινές, αισιόδοξο και χαρούμενο έχει διαβεί ποτέ αυτούς τους τοίχους.
Αλλά το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Οπως συνέβη με την τραγωδία του Αϊλάν, έτσι και η περιπέτεια του Αμίρ πρέπει να αποτελέσει μια ευκαιρία αφύπνισης, ευαισθητοποίησης και κινητοποίησης για την υπεράσπιση των ευάλωτων και αδύνατων. Δεν αρκούν οι καταδίκες, όπως δεν αρκούν και τα χαμόγελα μπροστά στον φωτογραφικό φακό. Ο χειρότερος ρατσισμός είναι αυτός που υποβόσκει. Και ο χειρότερος σύμβουλος για την καταπολέμησή του είναι η λήθη.
Στα ερείπια που άφησε στο Suburbicon η επέλαση της βαρβαρότητας και της υποκρισίας, μια εικόνα διατηρεί ζωντανή την ελπίδα: δύο παιδιά, ένα λευκό κι ένα μαύρο, παίζουν μαζί μπέιζμπολ. Οχι επειδή αδιαφορούν, αλλά επειδή ξέρουν. Οπως ξέρει κι ο Αμίρ.