Ηταν κακή ιδέα ευθύς εξαρχής. Ηταν μία από εκείνες τις ατυχείς εμπνεύσεις που δικαιώνουν διαχρονικά το αντεστραμμένο απόφθεγμα: «Εχουμε ένα πρόβλημα για κάθε σας λύση». Πολλοί λένε ότι οι ρίζες της έμπνευσης εντοπίζονται στην απέχθεια της σημερινής κυβέρνησης προς οτιδήποτε θα μπορούσε να παραπέμπει σε αριστεία, ευγενή άμιλλα και κάθε άλλη ανταγωνιστική δραστηριότητα που πλασάρει μεταμφιεσμένη ο καπιταλισμός στα βλαστάρια μας από την τρυφερή τους κιόλας ηλικία. Δεν είμαι απολύτως βέβαιος. Μια ματιά εάν ρίξεις στο στελεχιακό δυναμικό των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κατανοείς ότι η αποστροφή για τους καλύτερους –και το καλύτερο, εν γένει –μονάχα δευτερευόντως είναι ιδεολογική άποψη. Πρωτίστως είναι ένστικτο αυτοσυντήρησης.
Οταν σερβιρίστηκε προ μηνών η κλήρωση για τη σημαία, ακούστηκαν αρκετές δικαιολογίες, από απλώς χαριτωμένες έως αληθινά ευτράπελες. Η πιο σπαρταριστή ήταν πως με την κληρωτίδα τιμούμε και όλους εκείνους που έπεσαν για τα ιερά μας χώματα χωρίς να έχουν διατελέσει υποχρεωτικά και πρώτοι μαθητές στο σχολείο. Είναι από τις φορές που αναρωτιέσαι αν τα κατεβάζουν αυθόρμητα από το μυαλό τους ή προσφεύγουν και σε κάποια φαρμακευτική συνδρομή. Με την ίδια λογική, δεν θα πρέπει να επιβραβεύουμε τους καλύτερους γιατρούς διότι όλο και κάποιος κομπογιαννίτης θα πέρασε κάποτε μια γριούλα στο απέναντι πεζοδρόμιο, ούτε να κλείνουμε πίσω από τα σίδερα τους πιο στυγερούς δολοφόνους διότι όλο και κάποιος εκδορέας σκέπασε κάποτε τη γριπιασμένη μανούλα του με δεύτερη κουβέρτα. Οσοι εξακολουθούμε πάντως να διατηρούμε σώας τας φρένας καταλαβαίνουμε ότι το αίσθημα της φιλοπατρίας μας δεν τονώνεται ούτε μια στάλα εάν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και βγάλει η κληρωτίδα το δικό μας όνομα. Το πολύ-πολύ να τονωθεί η προδιάθεσή μας για τον τζόγο.
«Α, πρόκειται για ένοπλη ληστεία!», φημολογείται ότι ανέκραξε ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, όταν τον ξενάγησαν σ’ ένα καζίνο και του εξήγησαν επί τροχάδην τις πιθανότητες να κερδίσει στη ρουλέτα. Φανταστείτε τώρα, εσείς να παίξετε στη ρουλέτα, να κερδίσετε και να σας ανακοινώσουν ότι δεν πρόκειται να σας πληρώσουν, διότι εσείς κακώς παίξατε και ακόμη πιο κακώς κερδίσατε. Κάτι ανάλογο συνέβη με τον μικρό Αμίρ. Κανένας δεν τον ρώτησε κατ’ αρχάς εάν θα ήθελε να λάβει μέρος στην κλήρωση για τη σημαία –όχι πως θα ήταν εύκολο, εδώ που τα λέμε, να εκτεθεί με την άρνησή του στη φημισμένη για την ανεκτικότητά της πατρίδα μας. Υποθέτουμε πως όλοι έκαναν το σταυρό τους να μην κληρωθεί ο Αμίρ –και συνέβη ακριβώς το ανάποδο. Οχι, να τα βλέπουν μερικοί – μερικοί, που σκορπούν τα λεφτά τους στον Κοέλιο.
Επεται μια σειρά…από παλαβά παρατράγουδα. Στο αγαπημένο παιχνίδι των Νεοελλήνων, τον καταλογισμό ευθυνών, το σχολείο του Αμίρ έριξε το φταίξιμο στην αφγανική οικογένειά του. Η οικογένειά του ρωτήθηκε, μέσω μιας κοινωνικής λειτουργού, εάν ήθελε να κρατήσει ο Αμίρ τη σημαία και είπε ότι δεν ήθελε. Βεβαίως, η μητέρα του Αμίρ ισχυρίστηκε δημοσίως το αντίθετο και δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι αυτή η εξαθλιωμένη οικογένεια προσφύγων, κυριολεκτικά στο έλεος της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, αποφάσισε να ξεσηκώσει σάλο επειδή… ικανοποίησαν την επιθυμία της. Ακολούθησαν οι πέτρες στα τζάμια: να σηκωθεί και να φύγει ο τσόγλανος που είχε το θράσος να κληρωθεί για να κρατήσει το τίμιο λάβαρό μας. Τέλος, ο Πρωθυπουργός μας, ως εκκεντρικός Αγιος Βασίλης. Κάλεσε στο Μέγαρο Μαξίμου τον μικρό Αφγανό και του χάρισε μια ελληνική σημαία. Οχι για την παρέλαση. Για το μπαλκόνι του. Να καλύπτει το εσωτερικό. Ωσπου να αλλάξουν τα τζάμια.