Η κίνηση του Πρωθυπουργού να καλέσει τον 11χρονο Αμίρ στο Μέγαρο Μαξίμου, μετά τη ρατσιστική επίθεση στο σπίτι της οικογένειάς του, ήταν η ενδεδειγμένη. Γιατί τίποτε δεν θα μπορούσε να συμβολίσει καλύτερα τον αποτροπιασμό της συντριπτικής πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας σε φαινόμενα που προσβάλλουν την παράδοσή της στη φιλοξενία, την πίστη της στην αντίληψη ότι το άσυλο στους ικέτες είναι χρέος και την κουλτούρα που διαμόρφωσε και η ίδια βλέποντας πολλά παιδιά της να επιλέγουν τον δρόμο της μετανάστευσης.
Εάν όμως αυτές οι κινήσεις δεν συνοδεύονται από μια καλά σχεδιασμένη μεταναστευτική πολιτική δίνουν την αίσθηση ότι γίνονται προς άγραν εντυπώσεων και μόνο. Οτι ο στόχος είναι ακόμη μια φορά επικοινωνιακός, όταν την ίδια ώρα πολλοί 11χρονοι Αμίρ ζουν υπό άθλιες συνθήκες στα κέντρα υποδοχής και η πολιτεία καταγγέλλεται διά κοινοτικών χειλέων ότι δεν έχει απορροφήσει ευρωπαϊκά κονδύλια ύψους 1 δισ. ευρώ, ποσό που θα συνέβαλλε τα μέγιστα στην ανακούφισή τους.
Ακόμη χειρότερα, η κυβέρνηση ελέγχεται για την τύχη ομάδας τούρκων ικετών οι οποίοι φαίνεται να παραδόθηκαν στις τουρκικές Αρχές από την Ελληνική Αστυνομία, ενώ ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είχε αφήσει αρχικά να εννοηθεί ότι θα παρέδιδε στο καθεστώς Ερντογάν τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς που είχαν ζητήσει άσυλο στη χώρα μας. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί η στέρηση της σημαίας ή η διάκριση στο μπάσκετ παλαιότερα για να αναγνωριστεί ένας πρόσφυγας ως «δικό μας» παιδί. Γιατί μακριά από τα φλας, οι αφανείς Αμίρ εξακολουθούν να ταλαιπωρούνται. Και οι ικέτες να παραμένουν απροστάτευτοι.