Εξαρτάται τι θα ορίσει κανείς ως αρχή στη διαδρομή του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Αν δηλαδή τοποθετήσει το σημείο εκκίνησης στα θρανία ενός από τα καλύτερα σχολεία του Ηνωμένου Βασιλείου, για να περάσει από τα σπασμένα ελληνικά και να μπορέσει έτσι να καταλήξει στο φλέγμα της φυματικής σαρανταποδαρούσας με τον μηνίσκο στα πόδια και τις σακούλες του σουπερμάρκετ στα χέρια, ή αν τοποθετήσει την έναρξη στο τραπεζάκι που είχαν στήσει οι συριζαίοι στην Πλατεία Συντάγματος, απ’ όπου ο Τσακαλώτος μαζί με τον Βαρουφάκη και τον Κατρούγκαλο υποδαύλιζαν τα αντιμνημονιακά πάθη.
Το σημείο εκκίνησης έχει σημασία για την ανάγνωση του πολιτικού φαινομένου. Εκκινώντας, ας πούμε, από το θρανίο του μαθητή Ευκλείδη αντιλαμβάνεται κανείς τον sui generis Τσακαλώτο. Εκκινώντας όμως από το τραπεζάκι των συριζαίων καταλαβαίνει ότι ο πολιτικός Τσακαλώτος δεν έχει καμία ιδιαιτερότητα, καμία ιδιορρυθμία. Είναι ακόμη ένας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που χρησιμοποίησε τους Αγανακτισμένους για την προσωπική του ανέλιξη. Ακόμη ένας που κατήγγειλε το μνημονιακό άλγος για να το προκαλεί τώρα ο ίδιος σε «έναν κόσμο», που ξέπλυνε μέσα σε μία νύχτα τις κόκκινες γραμμές του, που ήταν μέρος του προβλήματος και τώρα υποδύεται τη λύση του.
Αν υπάρχει κάτι που κάνει τον Τσακαλώτο να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους είναι ότι η πολιτική του παρουσία δίνει την αίσθηση πως από εκείνα τα θρανία δεν έχει περάσει ποτέ. Είναι σαν να γαλουχήθηκε στον κομματικό σωλήνα και όχι στα βρετανικά public schools, σαν να πέρασε χρόνια στα ίδια καφενεία με τους Καρανίκες και όχι στα αμφιθέατρα της Οξφόρδης. Κι αυτή η αίσθηση κάνει τη σαρανταποδαρούσα να ακούγεται παράταιρη. Σαν, αντιστοίχως, κάποιος παλιός συμμαθητής του να αγορεύει σήμερα στη Βουλή των Λόρδων. Και να μουγκρίζει σαν τον Πολάκη.