Οι αναφορές του υπουργού Οικονομικών που έχουν αναπαραχθεί και σχολιασθεί περισσότερο δεν αφορούν, περιέργως, την «κουμμουνιστική» υπογραφή του κάτω από την άγρια, φορομπηχτική πολιτική κατά πάντων. Στο προσκήνιο του δημόσιου λόγου μπαίνει συνήθως από το παράθυρο που του ανοίγουν οι «εξωκυβερνητικές» ατάκες του. Πρώτα απ’ όλα οι σφαλιάρες που δίνει στην ελληνική γλώσσα και που δεν κάνει καμία προσπάθεια να περιορίσει (ο Τσίπρας έχει κάνει μεγαλύτερη πρόοδο στα αγγλικά απ’ όση ο Τσακαλώτος στα ελληνικά). Από τα πρώτα λεκτικά του γκαγκ, εκείνο που αναφερόταν σε ένα φαντασιακό ματς ανάμεσα στην Μπάγερν και τον Αστέρα Κωλοπετεινίτσας. Μετά, ήταν η επιθυμία του να πιει ένα κοκτέιλ με τη Σκάρλετ Τζοχάνσον, επίσης εκπεφρασμένη από το βήμα της Βουλής. Το τελευταίο του όμως, φαίνεται βγαλμένο από μία κατά Σεφερλή απόδοση του Ιονέσκο. Πώς αλλιώς να βάλεις στην ίδια πρόταση τη φυματίωση, μια σαρανταποδαρούσα, 25 γόνατα με μηνίσκο και σακούλες από τα Lidl;
Με τούτα και με εκείνα, ο Τσακαλώτος, αν και εμπνευστής της ακραίας φορολογικής επέλασης, δεν είναι από τα πιο αντιπαθή στελέχη της κυβέρνησης. Κι αυτό διότι το προφίλ του καρατερίστα υπερβαίνει αυτό του υπουργού. Τον βλέπεις στην τηλεόραση και θέλεις να ανεβάσεις τα πόδια σου στον καναπέ ενώ ψάχνεις τη γαβάθα με τα ποπκόρν. Λες και πρόκειται να παρακολουθήσεις τη μετεξέλιξη του Μίστερ Μπιν. Και εκεί ακριβώς είναι η παγίδα. Διότι ο ρόλος είναι σκέτος ρόλος μόνο στη σκηνή ή την οθόνη. Στη ζωή, ο «ρόλος» είτε έχει, για παράδειγμα, την ακατάσχετη τσαχπινιά του Τσακαλώτου είτε την κομψευόμενη μπρουταλιτέ του Κατρούγκαλου, πάντα κάτι θέλει να κρύψει. Κι αυτό το κάτι δεν είναι ποτέ καλό.