Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε τη Δευτέρα την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που είχε κρίνει ότι δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστεί θανατοποινίτης από την Αλαμπάμα επειδή υπέστη εγκεφαλικά επεισόδια με αποτέλεσμα να διαγραφεί από τη μνήμη του η διάπραξη του εγκλήματός του.
Ο 67χρονος Βέρνον Μάντισον είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τη δολοφονία αστυνομικού, το 1985. Τον περασμένο Μάρτιο ομοσπονδιακό εφετείο έκρινε ότι δεν ήταν δυνατή η εκτέλεσή του επειδή πάσχει από αμνησία και δεν μπορεί να καταλάβει πώς συνδέεται το έγκλημα με την ποινή του.
Ωστόσο, οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκριναν ομόφωνα ότι προηγούμενες αποφάσεις δεν ορίζουν με σαφήνεια πως «ένας κρατούμενος δε δύναται να εκτελεστεί επειδή αδυνατεί να θυμηθεί τη διάπραξη του εγκλήματος».
Ο Μάντισον πυροβόλησε τον Τζούλιους Σατλ δύο φορές στο πίσω μέρος του κεφαλιού ενώ ο αστυνομικός επέβλεπε την έξωσή του από το σπίτι της πρώην φίλης του, στο Μομπάιλ της Αριζόνα. Καταδικάστηκε σε θάνατο το 1994 και παραμένει έκτοτε στη φυλακή.
Εχει υποστεί αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια
Τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια, με αποτέλεσμα να πάσχει πλέον από άνοια και αμνησία. Είναι τυφλός, δεν μπορεί να περπατήσει μόνος του και ψευδίζει όταν μιλάει.
Αρχικά είχε οριστεί η εκτέλεσή του για το Μάιο του 2016 αλλά οι δικηγόροι του προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι δε θυμάται τη δολοφονία που διέπραξε. Τα κατώτερα δικαστήρια απέρριψαν το αίτημά τους αλλά το 11ο Εφετείο στην Ατλάντα τους δικαίωσε και ανέβαλε την εκτέλεση της ποινής καθώς οι δικαστές πείστηκαν ότι ο κρατούμενος πάσχει από σοβαρά διανοητικά προβλήματα και πιστεύει ότι δε σκότωσε κανέναν.
Η Πολιτεία της Αλαμπάμα όμως προσέφυγε με τη σειρά της στο Ανώτατο Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι ο Μάντισον κατανοεί την αιτία και τις συνέπειες της θανατικής καταδίκης του. Το γεγονός ότι «ισχυρίζεται πως ξέχασε τη δολοφονία που διέπραξε, δολοφονία για την οποία ουδέποτε ανέλαβε την ευθύνη, δεν είναι νόμιμος λόγος για να απαγορευτεί η εκτέλεσή του», ανέφερε.