Φεστιβαλικών προβολών συνέχεια από το μέτωπο της Θεσσαλονίκης, για την οποία αυτή τη φορά δεν είναι υπερβολή ούτε κλισέ να πει κανείς ότι κινείται στους ρυθμούς του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου (εξάλλου, κάθε ανάσα στην πόλη είναι πολύτιμη, ειδικά εάν φιλοδοξεί να μη χάσει το τρένο της ευρωπαϊκής μητρόπολης). Μετά το «Love me not» του Αλέξανδρου Αβρανά, μας περίμεναν τρεις ακόμη ταινίες από το ευρύ φάσμα της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής.

Η πρώτη είναι «Ο γιος της Σοφίας» σε σκηνοθεσία της Ελίνας Ψύκου («Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά»), ταινία που έχει κερδίσει ήδη το μεγάλο βραβείο στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα όπου έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του τον περασμένο Απρίλιο, αλλά και το Art Cinema Award στο πρόσφατο 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο. Πρόκειται για την ιστορία του μικρού Μίσα που φτάνει από τη Ρωσία στην Ελλάδα του 2004, την Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και της κάλπικης μαγικής εικόνας, την οποία ακόμη πληρώνουμε. Μια ιστορία (βίαιης) ενηλικίωσης και από την άλλη μια αλληγορία για μια χώρα που έρχεται αντιμέτωπη με το αληθινό της πρόσωπο. Τίποτε απ’ όλα αυτά όμως δεν θα είχε σημασία αν μέσα στο φιλμ δεν υπήρχαν στιγμές μαγικού ρεαλισμού, οι οποίες μοιάζουν να έρχονται από την ίδια δεξαμενή που φώτισε το σινεμά του Αλμπέρ Λαμορίς («Το άσπρο άλογο» του 1953, «Το κόκκινο μπαλόνι» του 1956) ή ακόμα και του Φεντερίκο Φελίνι. Εδώ η όλη παράδοξη επιμειξία της ποπ κουλτούρας με την κινηματογραφική δραματουργία (στην οποία σκόνταψαν τόσο συχνά οι έλληνες κινηματογραφιστές) μοιάζει να βρίσκει ρίζες, ουσία και λόγο ύπαρξης. Είναι ένα σημαντικό επίτευγμα και μια ταινία που κερδίζει την αγάπη του θεατή παρά τις όποιες μικρές αντιρρήσεις μας. Σίγουρα πάντως είναι η καλύτερη ελληνική ταινία που είδαμε μέχρι τώρα στην 58η διοργάνωση.

ΤΣΙΛΙΦΩΝΗΣ ΚΑΙ ΣΙΠΣΙΔΗΣ. Πέραν τούτου έχουμε κι άλλες ενδείξεις ότι το ελληνικό σινεμά συνεχίζει να αναζητά έναν δρόμο μέσα από στέρεα κινηματογραφικά είδη (πέρα από την κωμωδία δηλαδή, για να το πούμε πιο απλά) και έτσι φέτος έχουμε δυο ταινίες, το «Do it yourself» του Δημήτρη Τσιλιφώνη και την «Μπλε βασίλισσα» του Αλέξανδρου Σιπσίδη, με διαφορετικές προθέσεις και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ο πρώτος, παιχνιδιάρης και με τη φόρμα και με την αφήγηση, κερδίζει την κούρσα –και όχι απλώς στα σημεία με την ιστορία ενός μικροαπατεώνα που συμφωνεί να πρωταγωνιστήσει σε ένα viral βίντεο με σκοπό να αποκαταστήσει τη δημόσια εικόνα ενός παράνομου επιχειρηματία. Τον Τσιλιφώνη βοηθούν και οι ηθοποιοί του βέβαια (Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Μάκης Παπαδημητρίου, Αργύρης Ξάφης, Πάνος Κορώνης, Μυρτώ Αλικάκη, Χρήστος Λούλης, Θέμης Πάνου), κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει στην περίπτωση του Σιπσίδη (με την εξαίρεση του Θέμη Πάνου). Η “Μπλε βασίλισσα” (το πολυτιμότερο διαμάντι στον κόσμο, το οποίο προσπαθούν να αποκτήσουν τρεις άνθρωποι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους) υποφέρει από το ίδιο σύνδρομο που διαγνώσαμε και σε παλαιότερες ελληνικές προσπάθειες πάνω στο action film: μοιάζει με το προσχέδιο μιας ταινίας που θα μπορούσε, κάποτε, να ολοκληρωθεί με καλύτερες συνθήκες. Δεν λειτουργεί, δηλαδή, δίχως τη συγκατάβαση του θεατή.