To 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης λαμβάνει χώρα σε μια πόλη κατάμεστη από έλληνες και ξένους σινεφίλ και η αίσθηση της γιορτής είναι πάλι εδώ. Το είχαμε πει και πέρυσι πως αυτό ήταν ένα στοιχείο που μας είχε λείψει. Πέρυσι βέβαια ήταν η «πρώτη φορά» του νέου διευθυντή του φεστιβάλ Ορέστη Ανδρεαδάκη και περιμέναμε ούτως ή άλλως τα σημάδια εκείνης της αλλαγής. Σήμερα όμως αποδεικνύεται πως η περσινή χρονιά δεν ήταν ένα «πυροτέχνημα» –αντιθέτως, οι νέες βάσεις δείχνουν να έχουν ήδη ριζώσει.
Ετσι, μπορεί να μην υπάρχουν, για παράδειγμα, πολύ ηχηρά ονόματα γκλαμουράτου χολιγουντιανού βεληνεκούς, υπάρχει όμως (και εδώ, όπως και στην Αθήνα πριν από λίγες ημέρες) ο Αλεξάντερ Πέιν, υπάρχει ο Ρούμπεν Εστλουντ (ο σουηδός σκηνοθέτης που έφυγε φέτος από τις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα), ο ηθοποιός Ζαν Μαρκ Μπαρ, πρωταγωνιστής στην ταινία «Σπόρος» του Σεμίχ Καπλάνογλου και αφηγητής στο ντοκιμαντέρ του Λευτέρη Χαρίτου «Dolphin Man», το οποίο έχει ως θέμα τη ζωή του θρυλικού δύτη Ζακ Μαγιόλ (πρόσωπο που ενσάρκωσε ο Μπαρ στο «Απέραντο γαλάζιο» του Λικ Μπεσόν), και μια βαλκανική πρωτιά. Ναι, σωστά διαβάσατε: βαλκανική. Γιατί το διεθνές διαγωνιστικό τμήμα ταινιών Virtual Reality αποτελεί μια τέτοια κίνηση –όπως και ο νέος εντυπωσιακός χώρος όπου θα προβληθούν, το INVR – Virtual Reality Thessaloniki. Θα μου πείτε, μα είναι το μέλλον του κινηματογράφου η εικονική πραγματικότητα; Από τη μια, δεν έχω εύκαιρη απάντηση –πριν από κάποιες δεκαετίες, όταν δηλαδή υπήρχε μονάχα ο βωβός κινηματογράφος, πολλοί είχαν ένσταση με τον ήχο. Κάθε σπουδαία ταινία, άλλωστε, μια εικονική πραγματικότητα προβάλλει κι αυτή. Και ο Αλεχάντρο Γκονζάλεθ Ινιαρίτου κάποιο λόγο θα έχει που ασχολείται τόσο με το ζήτημα. Γενναία πρόταση λοιπόν.
«LOVE ΜE NOT». Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για το «Love Me Not», τη νέα ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά που επιστρέφει μετά τη βραβευμένη στη Βενετία «Miss Violence», αλλά και το «True Crimes» με τον Τζιμ Κάρεϊ και τη Σαρλότ Γκενσμπούρ (που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Βαρσοβίας και μετά απλώς εξαφανίστηκε).
Το στόρι; Ζευγάρι μεγαλοαστών προσλαμβάνει μια μετανάστρια για να κυοφορήσει το παιδί τους. Αμέσως φαντάζομαι πως σκέφτεστε τα κλασικά περί εκμετάλλευσης από τη σκληρή και άκαρδη δυτική κοινωνία, και ώς έναν βαθμό είστε μέσα –αλλά ο Αβρανάς σερβίρει αυτή τη θεματική με μια σειρά από ενδιαφέρουσες ανατροπές. Και είναι και ταλαντούχος.
Οπότε ποιο είναι το πρόβλημα και αυτή η ταινία σε «πετάει έξω» όπως σε πετάει; Μα η ολοφάνερη απέχθεια του σκηνοθέτη απέναντι στους ήρωές του. Θέλω να πω, τους σιχαίνεται, και το εισπράττουμε. Από τη στιγμή όμως που συμβαίνει αυτό, πώς είναι δυνατόν να αισθανθούμε την παραμικρή αγωνία για τη μοίρα τους; Γιατί μόνο αν υπήρχε μια στάλα ανθρωπιάς μέσα τους, θα μπορούσε να λειτουργήσει η –λόγω της απουσίας της –ανούσια μεταστροφή στο θρίλερ.
Το φιλμ είναι σκηνοθετημένο με μεγάλη προσοχή, και κάθε λεπτομέρεια στην κίνηση των ηθοποιών, στη φωτογραφία και στο sound design (γεμάτο από υπερτονισμούς που κάνουν ακόμα πιο φανερή αυτή την απέχθεια που λέγαμε) είναι ιδιαιτέρως ζυγισμένη. Αλλά το μόνο που προκύπτει είναι μια παγωμένη καλλιέπεια που, συν τοις άλλοις, πατάει πάνω σε ένα κινηματογραφικό μοντέλο (το λεγόμενο weird wave δηλαδή) που μοιάζει ήδη ξεπερασμένο. Αξιόλογοι πάντως και η Ελένη Ρουσσινού και ο Μάνος Βακούσης (που περισσότερο τον αισθάνεσαι ως alter ego του σκηνοθέτη-εκδικητή παρά ως άλλη μια απεχθή φιγούρα).