Αν το πρώτο ντιμπέιτ της Κεντροαριστεράς ήταν ένα ενδοπαραταξιακό to know us better για τους υποψηφίους και μια χρήσιμη επίδειξη πολιτικού πολιτισμού για το κοινό που το παρακολούθησε, το δεύτερο ήταν η επανάληψη από την οποία δεν έμαθε κανείς τίποτε. Χωρίς τον χαρακτήρα και την χρησιμότητα του πρώτου, ήταν απλώς αντιτηλεοπτικό: ο πιο έμπειρος τηλεοπτικός από τους υποψηφίους δεν μπόρεσε να μιλήσει ούτε δέκα λεπτά στις δυόμισι ώρες, το ίδιο και η πιο παλιά πολιτικός.
Ηταν και αντιπολιτικό; Οχι ασφαλώς από την άποψη των θέσεων που εκφράστηκαν –οι βασικοί υποψήφιοι επέμεναν πολιτικά στις τοποθετήσεις τους κι ας ήξεραν ότι ακριβώς γι’ αυτό θα προκαλούσαν τα πιο βαθιά χασμουρητά στο κοινό που μένει ξύπνιο μόνο σε συνθήκες τηλεοπτικής αρένας. Ηταν όμως αντιπολιτικό από την άποψη της σύνθεσης. Οι μισοί από τους υποψηφίους δεν έχουν πολιτικά credits, δεν είναι εγγεγραμμένοι στο συλλογικό υποσυνείδητο ως πολιτικοί. Κι όσο και αν ισχύει ότι η πολιτική είναι μια δουλειά που δικαιούται να κάνει ο καθένας, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι εάν ο καθένας ξεκινάει από τη φιλοδοξία να γίνει κατευθείαν αρχηγός δεν κάνει για πολιτικός αλλά για Δελαπατρίδης.
Ως μια χωρίς νόημα επανάληψη που ήταν, το χθεσινό ντιμπέιτ φώτισε αυτήν ακριβώς την αδυναμία περισσότερο από το πρώτο. Ανέδειξε το δομικό λάθος μιας διαδικασίας που δεν προστάτευσε τον εαυτό της από τους εισοδιστές Δελαπατρίδηδες. Ή, τους αλεξιπτωτιστές, όπως παρατήρησε ένας δημοσιογράφος από το πάνελ, για να μην πάρει καμία απάντηση από τον αλεξιπτωτιστή που ρώτησε.