Πότε ο νόμος Παρασκευόπουλου εξεμέτρησε, όπως δήλωσε ο ίδιος ο εμπνευστής του, τον βίο του; Μετά τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στη Βουλή την περασμένη Παρασκευή όπου και τον υπερασπίστηκε με ζήλο ο ίδιος ο Πρωθυπουργός; Και γιατί όχι πριν ή κατά τη διάρκειά της; Ή μήπως αρκούσε μια δημοσιογραφική ερώτηση σε ένα τηλεοπτικό στούντιο για να αντιληφθεί ο δημιουργός του ότι είχε έρθει το τέλος του δημιουργήματός του; Ή ήταν κι αυτή μια έμπνευση της στιγμής όπως φαίνεται ότι ήταν κι εκείνη της σύλληψής του;
Αν τίθενται τα ερωτήματα αυτά δεν είναι μόνο για να καταδείξουν το μέγεθος της φαιδρότητας αλλά και την αδυναμία της κυβέρνησης να παραδεχθεί και να διορθώσει ένα λάθος εξαιτίας του οποίου κινδύνευσαν ανθρώπινες ζωές. Ο νόμος Παρασκευόπουλου διορθώθηκε μια φορά από τον διάδοχο του εμπνευστή του στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Από τότε όμως η κυβέρνηση επιδόθηκε σε μια λυσσαλέα και τυφλή υπεράσπιση αρνούμενη να αναγνωρίσει τις απολύτως αρνητικές συνέπειές του.
Από την όψιμη ομολογία του πρώην υπουργού αποδεικνύεται και κάτι ακόμη: ότι η αποσυμφόρηση των φυλακών είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και όχι ασκήσεις επί χάρτου, πρόχειρες ενέργειες και ιδεοληπτικές εμμονές. Απαιτεί δηλαδή ό,τι έκαναν πολλοί προκάτοχοι των σημερινών κυβερνώντων στο υπουργείο Δικαιοσύνης όταν νομοθετούσαν σχετικά χωρίς να αφήνουν στο έλεος των ευεργετηθέντων το κοινωνικό σύνολο.