Θα έχετε προσέξει πολλοί μια παραφωνία στους δρόμους της Αθήνας που όσο αντιαισθητική τη συνειδητοποιείς με την πρώτη ματιά τόσο παρηγορητική γίνεται όταν τη σκεφτείς καλύτερα και πιάσεις να την αναλύσεις. Πόσο ανυπότακτοι τελικά παραμένουν οι άνθρωποι μέσα τους και πόσο δύσκολα συμβιβάζονται με ό,τι συμβαίνει γύρω τους, επιμένοντας να λογαριάζουν ως πραγματικότητα κάτι που δεν ισχύει, ενώ θα ήθελαν διακαώς να παρατείνεται και, αν θα ήταν δυνατόν, να μην τελειώνει ποτέ. Ακόμη και τους καλοκαιρινούς μήνες δεν είναι ιδιαίτερα πολλοί όσοι κυκλοφορούν στους δρόμους με σαγιονάρες (πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι «σαγιονάρα» στα γιαπωνέζικα σημαίνει «καλημέρα»;), όμως, αν και απεράντως λιγότεροι τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, θα ‘λεγες ότι ο τρόπος αυτός υπόδησής τους έλκει κυριολεκτικά σαν μαγνήτης τα βλέμματα των άλλων.
Ετσι όπως φοράνε τις σαγιονάρες, θα πρέπει να αισθάνονται σαν κάτι το εξωτικό, ενώ δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να τολμούν μια πράξη που η πλειοψηφία, σχεδόν το σύνολο, θα ήταν αδύνατο να την επιχειρήσει. Οσο όμως τους βλέπεις τις μέρες του Οκτωβρίου και τις πρώτες του Νοεμβρίου με τις βροχές –έστω και τις πολύ λίγες όπως το φετινό φθινόπωρο –να τσαλαβουτάνε στα νερά με τις σαγιονάρες τόσο περισσότερο το αναγνωρίζεις ως ένα είδος τάματος, ότι ο χειμώνας δεν θα διαρκέσει πολύ κι ότι θα ήταν δυνατόν το καλοκαίρι που πέρασε σχεδόν να έχει ακουμπήσει στο επόμενο, με τους μήνες που μεσολαβούν να είναι ένα σχεδόν αμελητέο διάστημα. Οτι δεν θα χρειαστεί το λιγότερο ένα πεντάμηνο για να ξαναφορεθούν οι σαγιονάρες και η ευτυχία που υπόσχεται το κάθε καλοκαίρι, όπως συνδυάζεται πάντα με μια αλλόκοτη αίσθηση ελευθερίας και μόνον με απολαύσεις, παραμένει κάτι τόσο κοντινό που γίνεται σχεδόν χειροπιαστό. Κι όσο δύσκολο είναι να υπολογίσεις ποια ακριβώς στιγμή και με τι είδους ψυχικό κόστος «αποχαιρετά» κανείς τις σαγιονάρες του, τοποθετώντας τες σ’ ένα τόσο συνήθως εμφανές μέρος ώστε η καθημερινή σχεδόν θέα τους να είναι σαν να επισπεύδει και αυτή το πέρασμα του χειμώνα, άλλο τόσο εύκολο είναι να νιώσεις πόσο ένας χρόνος που μοιάζει να μη διαφοροποιείται, κάνει τις μεγάλες και δυσάρεστες κυρίως εκπλήξεις, τις απρόβλεπτες εξελίξεις, συνήθως ανύπαρκτες. Αφού δεν είναι δυνατόν ένας χρόνος με την ίδια ποιότητα, όπως την καθορίζουν ακόμη και οι σαγιονάρες, που σου επεφύλαξε μια μορφή ευτυχίας, ο ίδιας ποιότητας χρόνος να σου προκαλέσει την αγωνία και τον πόνο.
Οσο μια καταστροφή που τίποτε δεν την προέβλεπε, μπορεί να συντελεστεί μέσα σ’ έναν χρόνο που δευτερόλεπτα πριν θα ηχούσε ως αδιανόητη, έχουμε μάθει να θεωρούμε ότι τα σημάδια του ερχομού της θα τα είχαμε αφουγκραστεί σε περίπτωση που είχαμε υπάρξει στοιχειωδώς προσεκτικότεροι. Μια τόσο βασανιστική τελικά εσωτερική διαδικασία ώστε ένα ζευγάρι σαγιονάρες που φορώντας το κανείς μήνα Οκτώβριο ή Νοέμβριο, ακόμη και με τον κίνδυνο να κρυολογήσει, μεταβάλλεται σε μια τρυφερή παραμυθία σε σχέση μ’ έναν χρόνο που, αν και δεν σταματάει ποτέ, δείχνει ότι θα μπορούσε ν’ ακινητοποιηθεί.