Αυτή την περίοδο καταπιάνεστε µε τον µύθο του Φάουστ, σωστά;

Η ταινία λέγεται «Ether», διαδραματίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα και αφορά την ιστορία ενός στρατιωτικού γιατρού. Αποτελεί συμπαραγωγή της χώρας μου με την Ουκρανία και τη Λιθουανία. Θα μπορούσατε να πείτε πως αποτελεί όντως τη δική μου εκδοχή του Φάουστ, με άλλα λόγια την ιστορία ενός ανθρώπου που μπέρδεψε την επιστήμη με τη θρησκεία. Μη με ρωτήσετε όμως τι είναι αυτό που θέλω να πω. Δεν είμαι σίγουρος.

Και, παρ’ όλα αυτά, ξεκινήσατε τα γυρίσματα…

Μα, είναι λάθος να ξέρεις από πριν τι θέλεις να πεις.

Πολλοί συνάδελφοί σας θα διαφωνούσαν!

Ας διαφωνήσουν και τώρα λοιπόν. Η διαφωνία είναι πάντα μια γόνιμη συνθήκη. Και για μένα, όταν ξεκινάς το γύρισμα έχοντας στο κεφάλι σου έτοιμο, χτισμένο, το «μήνυμά» σου, τότε δεν σκηνοθετείς. Προπαγανδίζεις. Φυσικά και κάνουμε ταινίες για να διαδώσουμε μηνύματα, μόνο που είναι σημαντικό να μη γνωρίζουμε ούτε εμείς ποια είναι αυτά. Πρέπει να κάνει κουμάντο το ασυνείδητο. Πρέπει, για να το πω με άλλα λόγια, το έργο μας να είναι ειλικρινές. Είμαι ένας ρασιοναλιστής ξέρετε, αλλά ταυτοχρόνως με ενδιαφέρει πάρα πολύ να αφήνω ελεύθερο αυτό το πεδίο στον εαυτό μου. Δεν θέλω να γίνομαι διδακτικός. Απεχθάνομαι τον διδακτισμό. Σκοτώνει την τέχνη.

Στο πολωνικό σινεμά πάντως υπήρξε ένα βαθύ ρεύμα αμφισβήτησης της «στρατευμένης» πολιτικής τέχνης, η οποία άφησε πίσω της αριστουργήματα…

Σαφώς και γυρίστηκαν σπουδαία φιλμ στην τότε Σοβιετική Ενωση, δείτε όμως πόσο επίπεδες, άχρωμες και άοσμες ήταν όλες αυτές οι «πολιτικές» ταινίες που ακολούθησαν. Η τέχνη, καλή ή κακή, πρέπει να είναι ειλικρινής.

Να, πάλι αυτή η λέξη. Και πότε είναι ειλικρινές ένα έργο τέχνης;

Σίγουρα όχι όταν προσπαθεί να «πουλήσει» μια ιδέα στο κοινό της. Οχι όταν τους τρίβει στο πρόσωπο ένα μήνυμα. Μπορείς να κάνεις τέχνη για χίλιους δυο λόγους. Οχι όμως για να προτείνεις στον άλλο τι να ψηφίσει. Είναι το ίδιο με το να κάνεις διαφήμιση. Στη μια περίπτωση προωθείς ένα κόμμα, μια ιδέα, στην άλλη περίπτωση ένα ζευγάρι παπούτσια! Καμία διαφορά! Και όταν φτάνεις σε τέτοιο σημείο, η τέχνη σου έχει μολυνθεί. Ακόμη και ο Πάπας πριν από λίγο καιρό παραδέχθηκε σε προσωπική μας κουβέντα, πως ακόμη και η θρησκευτική τέχνη δεν έχει βαθύτερη αξία –και αυτή προπαγάνδα είναι. Τουλάχιστον εσείς, είχατε τη βυζαντινή φόρμα. Αυτό σας έσωσε. Οι καημένοι οι καθολικοί νόμιζαν πως η ελευθερία επί της φόρμας θα έκανε τη θρησκευτική τους τέχνη ανώτερη. Ενώ την έκανε πιο χαοτική.

Ο Φάουστ πάντως έχει γραφτεί πολύ καιρό πριν από εµάς και τα µηνύµατά του έχουν αποσαφηνιστεί.

Δίκιο έχετε. Καλός ελιγμός! Οπότε να σας πω κι εγώ πως με αφορά πολύ το ζήτημα του Κακού. Και εννοώ το Κακό που ενυπάρχει στον άνθρωπο. Για πολλούς αυτό είναι μια αφηρημένη ιδέα. Για μένα που γεννήθηκα και έζησα στην Πολωνία τα χρόνια της σκληρής απολυταρχίας, όχι και τόσο. Το ερώτημα πάντα είναι αν το Κακό γεννιέται από την έλλειψη της καλοσύνης. Ή αν πρόκειται για μια ξεχωριστή δύναμη.

Πόσο δύσκολο ήταν για έναν ρασιοναλιστή να σκηνοθετεί ταινίες στην Πολωνία της δεκαετίας του ’70;

Πολύ δύσκολο! Αλλά και τώρα είναι. Για άλλους λόγους. Στη δεκαετία του ’70 τα λεφτά δεν ήταν ποτέ πρόβλημα. Δεν χρειάστηκε να κοπιάσω για να συγκεντρώσω τους προϋπολογισμούς μου. Αλλά υπέφερα από τη λογοκρισία. Τώρα… οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Αλλά υπάρχει μια άλλη μορφή λογοκρισίας, πιο ύπουλη. Και μιλώ για τα λεγόμενα καλλιτεχνικά ρεύματα, όπως αυτά ορίζονται από τις μεγάλες χώρες. Ο μεταμοντερνισμός για παράδειγμα ή η pop κουλτούρα. Που τη λένε έτσι, αντί να μιλήσουν για χαμηλή και υψηλή, επειδή μετά ο όρος δεν θα ήταν εμπορεύσιμος. Δείτε τι συμβαίνει με όλους αυτούς τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς χρηματοδότησης ταινιών. Το Eurimages για παράδειγμα. Δεν υπάρχει μια ιδεολογική πλατφόρμα πίσω από τις ταινίες που επιλέγει; Το ξέρετε κι εσείς, το ξέρω κι εγώ, που βοήθησα στο χτίσιμο του. Και δεν εννοώ «πολιτική» ιδεολογία. Αναφέρομαι στην έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Σου λένε «αυτό είναι ταινία, αυτό δεν είναι». Ετσι απλά.

Είναι άλλη μια «μάρκα» λοιπόν.

Εκατό τοις εκατό.

Δεν είναι μάρκες και τα φεστιβάλ; Δεν είναι μάρκα οι Κάννες και η Βενετία;

Αν είναι λέει! Σκεφτείτε αυτό: στις Κάννες, οι υποψήφιες ταινίες για το διαγωνιστικό πρόγραμμα είναι, κάθε χρόνο, πάνω από 3.000. Ποιος τις βλέπει; Ανθρωποι φοβισμένοι, που δεν θέλουν να χάσουν τη θεσούλα τους. Και δεν θα τη χάσουν αν επιλέξουν κάτι ασφαλές, που δεν θα ενοχλήσει τους άλλους και θα καταλάβουν όλοι. Σίγουρα όχι κάτι ρηξικέλευθο, ριζοσπαστικό, ανατρεπτικό. Ούτε θα προτείνουν ταινίες μιας χώρας που δεν έχει «πέραση» στα άλλα φεστιβάλ. Εχουν φυσικά μια κάποια κουλτούρα. Αλλά η κουλτούρα σκύβει συχνά μπροστά στον φόβο. Και αυτό κάνει τα φεστιβάλ συντηρητικά και χαοτικά.

Ησασταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ του Καΐρου το 2002. Τη χρονιά εκείνη το πρώτο βραβείο το πήρε µια ελληνική ταινία, ο «Βασιλιάς» του Νίκου Γραµµατικού.

Ακριβώς! Το θυμάμαι το φιλμ. Υπήρχε μια διχογνωμία τότε, στην κριτική επιτροπή, και δυο ταινίες είχαν συγκεντρώσει τις ίδιες ψήφους. Οπότε ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε να διαλέξει ποια θα έφευγε με το βραβείο. Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη.

Πάντως, αν είναι έτσι τα πράγματα, πού θα πρέπει να αποταθεί ένας νέος σκηνοθέτης σήμερα;

Δυστυχώς, δεν έχω συστάσεις! Μιλώ συνέχεια με νέους σκηνοθέτες, απολαμβάνω την παρέα τους. Οχι για να έχω θαυμαστές και ακόλουθους, σε καμία περίπτωση. Αλλά επειδή, ειδικά στην εποχή μας, έχει σημασία να υπάρχει ακόμα ροή ιδεών και αντιλήψεων. Αλλά κι εκείνοι δεν πρέπει να φοβούνται. Τώρα βλέπεις πως πολλοί νέοι σκηνοθέτες που θέλουν να κάνουν τη διαφορά παίζουν το χαρτί του σκανδάλου. Αλλά τι έχει μείνει πια; Ολα τα φετίχ και όλες οι, ας τις πούμε, «διαστροφές», έχουν πρωταγωνιστήσει στα μεγάλα φεστιβάλ, οπότε είναι πολύ δύσκολο πια να προσβάλεις αυτό το κοινό. Να προσβάλεις τα θεία; Να προσβάλεις διά του σεξ; Εχουν γίνει τόσες φορές αυτά, που δεν έχει πια σημασία. Παρ’ όλα αυτά, δείτε πως παραμένει ταμπού το ζήτημα του θανάτου στα μεγάλα φεστιβάλ. Ο κανιβαλισμός δεν είναι «προσβλητικός»; Η νεκροφιλία δεν είναι; Χμμμ και η κτηνοβασία, φαντάζομαι. Αλλά, προς Θεού, δεν προτείνω κάτι τέτοιο (γέλια)!