Δεν είναι ο αγαπημένος του συγγραφέας, αλλά, όπως λέει, «δεν έχω κανέναν αγαπημένο συγγραφέα, ασχέτως αν κάποιοι μου ταιριάζουν περισσότερο». Μετά τις «Τρεις αδελφές» (1994, Αμόρε) και τον «Θείο Βάνια» (2010, Εθνικό Θέατρο) νιώθει ότι η στιγμή επιτρέπει να αντιμετωπίσει τον «Γλάρο» του Τσέχοφ, με όρους μάλιστα απελευθερωτικής κωμωδίας. Δεν πιστεύει ότι υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή ανεβάσματος –άλλωστε «ο ίδιος ο Τσέχοφ απεχθάνεται τις συνταγές». Μόνη αφετηρία του Γιάννη Χουβαρδά είναι η κύρια πηγή έμπνευσης του «Γλάρου»: το θέατρο, οι ήρωές του, οι ναρκισσισμοί του. Και η ιδιοφυΐα ενός συγγραφέα που επιμένει να θέτει τον πήχη ψηλά για τις καλλιτεχνικές αγωνίες σκηνοθετών, ηθοποιών και συγγραφέων.
Τσέχοφ για τρίτη φορά, λοιπόν. Ποιο είναι το κυρίαρχο συναίσθημα σ’ αυτή τη «συνάντηση»;
Η αποδοχή της θεατρικής και γενικότερα λογοτεχνικής ιδιοφυΐας του συγγραφέα. Ο Τσέχοφ είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του «έμμεσου» και των πολλαπλών επιπέδων στις σημασίες. Αυτό σου προκαλεί ένα αίσθημα μεγάλης χαράς για τη δημιουργικότητα που γεννιέται, αλλά ταυτόχρονα σου δημιουργεί ένα μεγάλο άγχος. Φοβάσαι ότι δεν θα ανακαλύψεις το τέρμα αυτού του λαβυρίνθου. Παλεύεις για να καταλάβεις ότι δεν υπάρχει τέρμα: είναι ανοιχτή η είσοδος και η έξοδος, μπορείς να κυκλοφορείς ελεύθερα και είναι δικό σου πρόβλημα αν θα μείνεις μέσα. Και αυτό έχει τελικά μια λύτρωση.
Τι εννοείτε µε το «έµµεσο»;
Το ζήτημα στον Τσέχοφ είναι τι κρύβεται κάτω από τα λόγια. Συνήθως τα πιο σημαντικά είναι αυτά που δεν λέγονται. Ακόμη και ο λόγος είναι προπέτασμα καπνού. Αν πάρεις τα λόγια κυριολεκτικά για να καταλάβεις τι συμβαίνει στους ήρωες, την έχεις πατήσει. Χρειάζεται να ψάξεις τον «έμμεσο» τρόπο με τον οποίο χειρίζεται ο Τσέχοφ τις καταστάσεις. Και πολλές φορές να μεταφράσεις ή να αντικαταστήσεις –στη φαντασία των ηθοποιών ή του κοινού –αυτά που λέγονται.
Και ποιο είναι το κυρίαρχο αίσθηµα στην ίδια την παράσταση; Ξέρουµε ότι ο Τσέχοφ χαρακτηρίζει τον «Γλάρο» κωµωδία, αλλά µάλλον µε τον τρόπο της «Ανθρώπινης κωµωδίας» του Μπαλζάκ…
Το ζήτημα της κωμωδίας ή μη με απασχόλησε πολύ και αποτόλμησα να αναμετρηθώ με την ιδέα πιο ανοιχτά και ολοκληρωτικά απ’ ό,τι θα έκανα σε άλλες περιπτώσεις. Νομίζω ότι ο Τσέχοφ μας προφυλάσσει ως προς αυτό, επειδή καθετί κωμικό έχει μια δραματική πλευρά και καθετί δραματικό μια κωμική. Η κωμωδία εδώ έχει την εξής ιδιοτυπία: δεν είναι το είδος με το οποίο γελάμε. Είναι κωμωδία γραμμένη για να αναποδογυρίζει τη σοβαροφάνεια που ψευδώς νομίζεις ότι υπάρχει σε κάποιους ρόλους – στον γιατρό Ντορν, για παράδειγμα, ή την Αρκάντινα. Υπάρχει σε πολλούς το κωμικό στοιχείο που συνορεύει με το γελοίο. Και δεν μπορεί να αποφύγει κανείς την αντιμετώπισή του. Ο «Γλάρος» είναι μια κωμωδία της ανθρώπινης αποτυχίας. Ολοι αυτοί οι χαρακτήρες είναι αποτυχημένοι. Κάποιοι δεν επιβιώνουν λόγω της αποτυχίας τους, κάποιοι προσπάθησαν αλλά απέτυχαν και κάποιοι δεν προσπάθησαν καν…
Εντοπίζετε την απόσταση του Τσέχοφ από τη ρουτίνα του θεάτρου, την περίφηµη «θεατρικότητα»;
Ναι, σίγουρα. Υπάρχουν και φράσεις που δείχνουν αυτή την αίσθηση. Οπως του Ντορν προς τον Τρέπλιεφ στο τέλος της πρώτης πράξης, όταν ο Τρέπλιεφ έχει γράψει ένα θεατρικό, το έχει ανεβάσει για τη μητέρα και τους φίλους της και αποτυγχάνει ζώντας ένα φιάσκο. Του λέει, λοιπόν, ο Ντορν «εμένα μου άρεσε το έργο, με συνεπήρε, πρέπει να συνεχίσετε, πήρατε το έργο σας από τον κόσμο των ιδεών». Από την άλλη, υπάρχει πάντα το ζήτημα κατά πόσο οι ρόλοι μέσα στα έργα του Τσέχοφ περιγράφουν τον ίδιο. Εγώ προσπαθώ να αποφύγω να μιλήσω για τον Τσέχοφ. Δεν σκέφτομαι ότι είναι ένας συγκεκριμένος συγγραφέας που γράφει με ένα συγκεκριμένο ύφος και θέλει να ανεβαίνουν τα έργα του με συγκεκριμένο τρόπο. Δεν το ήθελε ποτέ άλλωστε και είχε αυτή την κόντρα με τον Στανισλάφσκι, ο οποίος τα ανέβαζε πάντα «βαριά». Ισως αυτός ήταν ένας λόγος που επέμενε στον όρο «κωμωδία». Ή μπορεί να είχε σχέση με το θέατρο της εποχής του, επειδή όντως ανέβαζαν τα δραματικά έργα με «σοβαρό» τρόπο ή τις κωμωδίες με «χοντρό». Οπότε ο ίδιος ήθελε να μένει στη μέση και να μπερδεύει τα πράγματα. Η λέξη «μπέρδεμα» ίσως χαρακτηρίζει συνολικά τη δραματουργία του. Τα έργα, οι άνθρωποι, οι σχέσεις τους δεν είναι ποτέ ξεκάθαρες. Είναι μπερδεμένα, όπως η ζωή μας.
Οι ήρωες είναι αναπόφευκτα τυποποιηµένοι για τον θεατή, αλλά την ίδια στιγµή έχουν ρωγµές. Η Αρκάντινα δεν είναι µόνο ντίβα και η Νίνα δεν είναι µόνο φιλόδοξη. Σας λύνει τα χέρια αυτό το «µπέρδεµα»;
Οχι, τα δένει. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο για να δείξεις αυτό το μπέρδεμα ως θετικό. Εκεί είναι η μεγάλη τέχνη του Τσέχοφ και όλοι προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς πετύχαινε αυτό το πράγμα. Εγώ πιστεύω ότι ούτε ο ίδιος ήξερε. Δεν έγραφε με συνταγές. Χρειάζεται να αφουγκραστείς καλά αυτούς τους ήρωες και τα προβλήματά τους. Εγώ ζήτησα από τους ηθοποιούς να είναι όσο πιο προσωπικοί μπορούν και να ταυτίζονται με τα θέματα του ρόλου. Οχι με την έννοια της «Μεθόδου», αλλά να βάλουν προσωπικά στοιχεία. Αυτό είναι το πρώτο βήμα για να ανεβάσεις Τσέχοφ. Το δεύτερο είναι να καταλάβεις ποιος κόσμος ανοίγεται μπροστά σου και να κάνεις τις επιλογές σου χωρίς να σκέφτεσαι τα στερεότυπα του ακροατηρίου. Η μόνη αφετηρία –που κανείς δεν μπορεί να κάνει ότι δεν βλέπει –είναι ότι το έργο αυτό μιλάει για το θέατρο. Αυτή είναι η κύρια πηγή έμπνευσης. Υπάρχουν δύο θεατρικοί συγγραφείς, μία ηθοποιός του θεάτρου και μία επίδοξη ηθοποιός και άλλοι χαρακτήρες που συνειδητά παίζουν θέατρο στη ζωή τους.
Ποιος είναι ο κόσµος στον οποίο ζουν;
Ενα θέατρο –και συγκεκριμένα το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Συνειδητά επέλεξα να μην υπάρχει ούτε αγρόκτημα, ούτε λίμνη, ούτε Ρωσία στις αρχές του 20ού αιώνα.
Τι είναι αυτό που βλέπει η Νίνα στην Αρκάντινα και τι αυτό που δεν βλέπει;
Τα φανερά είναι ένας θαυμασμός για τη δόξα και την αίγλη που έχει μια διάσημη ηθοποιός, έτσι ώστε να φουσκώνουν τα μυαλά μιας νεαρής κοπέλας. Η Νίνα θέλει να ζει μέσα στην τέχνη, όπως πιστεύει ότι ζει η Αρκάντινα. Ακόμη και όταν η τελευταία λέει «είναι πολύ ωραία η πλήξη σας, αλλά εγώ δεν την αντέχω και προτιμώ να είμαι στο δωμάτιό μου και να διαβάζω», ακόμη και αυτό η Νίνα το εξιδανικεύει – στη δική μας παράσταση μάλιστα δένει τα παπούτσια της Αρκάντινα. Τα κρυμμένα στοιχεία είναι η φθορά, ο εγωισμός και η ματαιοδοξία. Στοιχεία που βλέπει ο θεατής, αλλά όχι εκείνη. Τα βλέπει στο τέλος όταν λέει ότι τελικά το μεγαλείο του καλλιτέχνη είναι να υπομένει και να κουβαλάει τον σταυρό του. Θα έλεγε κανείς ότι ωριμάζει, αλλά χωρίς να παραδέχεται ότι αυτή είναι μια μεγάλη αποτυχία σε σχέση με τα όνειρά της. Σκεφτείτε ότι ο Τρέπλιεφ δεν έχει φτάσει καν στο σημείο να παραδεχθεί την ήττα του. Εχουν αφαιρεθεί όλα τα στηρίγματά του και μένει απομονωμένος. Δεν δέχεται, από την άλλη, να πορεύεται μέτριος και αποφασίζει να θέσει τέλος σε κάτι που έχει τελειώσει από μόνο του. Σαν να βάζει τελεία στην άκρη μιας φράσης.
Γλάροι, µε την έννοια των θυµάτων, είµαστε στα χέρια των άλλων ή και στη δική µας µαταιοδοξία;
Για να υπάρξει θύμα πρέπει να υπάρξει θύτης. Και το αντίστροφο. Ολοι οι ρόλοι στην παράσταση είναι γλάροι: ρημαγμένοι άνθρωποι που τους κατέστρεψε η συνθήκη ζωής μέσα στην οποία μπήκαν. Απλώς η Νίνα είναι το πιο εμφανές αντίκρισμα αυτού του συμβόλου. Και ο Τριγκόριν της προαναγγέλλει το δικό της «τέλος».
Υπάρχουν πολλοί Τριγκόριν στη ζωή του θεάτρου;
Πετυχημένες μετριότητες; Νομίζω ότι όλοι ξέρουμε πολλούς τέτοιους ανθρώπους στις ζωές μας. Αυτός είναι ο μέσος όρος στους καλλιτέχνες και τους συγγραφείς. Οι εξαιρέσεις είναι εξαιρέσεις. Ο ίδιος λέει για τον εαυτό του ότι θα γράψουν κάποτε για μένα ότι ήταν καλός συγγραφέας, αλλά δεν ήταν Τουργκένιεφ. Είναι πολύ ενδιαφέρον το σχόλιό του όταν ακούει για τη μελαγχολία του Τρέπλιεφ, ο οποίος δέχεται μόνο κακές κριτικές για τα έργα του: «Αν εγώ ζούσα σ’ αυτό το κτήμα, με τόσες ανέσεις, θα έγραφα; Θα κατέπνιγα το πάθος μου και θα ψάρευα απ’ το πρωί ώς το βράδυ. Πέρκες, γοβιοί και κοκκινόψαρα. Τι ευτυχία!». Πιο ειλικρινές σχόλιο για να αυτοκατεδαφιστεί κανείς δεν υπάρχει. Εκ του ασφαλούς έστω, επειδή ο Τριγκόριν δεν παύει να είναι πετυχημένος.
Οι ηθοποιοί της παράστασης που υποδύονται ηθοποιούς µε ναρκισσισµό, όνειρα και αυταπάτες πόσο µπορούν να αγαπήσουν τους ρόλους τους;
Εγώ βλέπω ότι οι ηθοποιοί είναι υποχρεωμένοι να αγαπήσουν τον ρόλο, αλλά ταυτόχρονα να κρατήσουν και μια απόσταση. Αν μπουν πιο μέσα υπάρχουν οι γνωστοί κίνδυνοι να γλιστρήσουν στο μελό, την υπερδραματοποίηση, το εύκολο κωμικό. Χρειάζεται μια συνολικότερη προσέγγιση για να καταλάβεις πώς ένας συγγραφέας που δεν θεωρείται μοντέρνος, αλλά είναι, έχει συνθέσει ένα κομμάτι που μοιάζει να πατάει σε όλες τις συμβατικές συνθήκες και ταυτόχρονα είναι μοντερνιστικό. Πολύ δύσκολο να το δεις από πριν αν δεν το ζήσεις. Αυτό πρέπει να το κάνουν οι ηθοποιοί.
Η σχέση σας µε τον Τσέχοφ έχει αλλάξει από τις «Τρεις αδελφές» του 1994;
Στις «Τρεις αδελφές» ήμουν «τσεχoευβλαβής», στον «Θείο Βάνια» προσπάθησα να δω την πιο παράλογη πλευρά του έργου και εδώ ίσως κάνω μια σύνθεση. Θα τη χαρακτήριζα μια σχέση σε εξέλιξη. Ελπίζω κάποια στιγμή να ανεβάσω και τον «Βυσσινόκηπο» που με ενδιαφέρει πολύ, για να ολοκληρωθεί το κουαρτέτο.
Αναγνωρίζετε στον «Γλάρο» τον δικό σας ναρκισσισµό και τη δική σας αγωνία για την τέχνη;
Φυσικά. Εχω κομμάτια απ’ όλους τους ρόλους, όπως όλοι μας. Με όλους μπορούμε να ταυτιστούμε και να συγκρουστούμε.
Μέσα στο πέρασµα του χρόνου έχει υποχωρήσει αυτός ο ναρκισσισµός;
Νομίζω ναι. Εχω πολύ λιγότερη αγωνία να αυτοπροβληθώ ή να αποδείξω σε κάποιους κάτι ή να γίνω αποδεκτός με τον τρόπο που παλιότερα φανταζόμουν. Το στοίχημα είναι να είμαι ο εαυτός μου και αυτό που κάνω να ενδιαφέρει κάποιους.
INFO
«Ο γλάρος», Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, από 15/11 στις 20.30 (Σάββατο 17.00, 21.00, Κυριακή 20.00). Απόδοση, σκηνοθεσία: Γιάννης ΧουβαρδάςΣκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Βοηθός σκηνοθέτη: Σύλβια Λιούλιου. Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Αρκάντινα), Νίκος Κουρής (Τρέπλιεφ), Ακύλλας Καραζήσης (Τριγκόριν), Νίκος Χατζόπουλος (Σόριν), Δημήτρης Ημελλος (Ντορν), Αλκηστις Πουλοπούλου (Νίνα), Δημήτρης Παπανικολάου (Μεντβεντένκο)Αννα Καλαϊτζίδου (Μάσα), Δημήτρης Μπίτος (Σαμράγιεφ), Σύρμω Κεκέ (Πολίνα). Προπώληση: viva.gr, artinfo.gr, 2109213310, 11876, Media Markt, ticketservices.gr, Seven Spots, Reload, Βιβλιοπωλεία Ευριπίδης, Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (Ηρώων Πολυτεχνείου 32, 210 4143310), www.dithepi.gr