Τον Σεπτέμβριο του 1916, εν μέσω Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Δ’ Σώμα Στρατού με 7.000έλληνες στρατιώτες παγιδεύτηκε στην Ανατολική Μακεδονία με παραταγμένες απέναντί του βουλγαρικές δυνάμεις. Η κεντρική εντολή που είχαν ήταν να μην πολεμήσουν ενώ ύστερα από διαβουλεύσεις «παραδόθηκαν» σε μια ιδιότυπη μεταφορά και «αιχμαλωσία» στη γερμανική πόλη Γκέρλιτς, στο σημερινό κρατίδιο της Σαξονίας (σ.σ.: η ιστορία επιβιώνει στα βιβλία «Οι Ελληνες του Γκαίρλιτς 1916 – 1919» του Γεράσιμου Αλεξάτου, εκδ. Κυριακίδη, 2010, και «Γκαίρλιτς» της Βίβιαν Αβραμίδου Πλούμπη, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2017). Την εποχή εκείνη, ο πατέρας του μετέπειτα νομπελίστα Φυσικής (1932) Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, ο οποίος ήταν λαογράφος, αναζήτησε τυχόν στρατιώτες που ήξεραν μουσική ή καλλιτέχνες και λόγιους για μια σειρά ηχογραφήσεων. Ολοι οι ερασιτέχνες μουσικοί που προσφέρθηκαν έπαιξαν με πάθος –ανάμεσά τους οιλογοτέχνες Βασίλης Ρώτας και Λέων Κουκουλάς, ο ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος και ο ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης. Ενα από τα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν μάλιστα ήταν με τη φωνή του Απόστολου Παπαδιαμάντη –ανιψιού του κορυφαίου διηγηματογράφου –με τη συνοδεία στο μπουζούκι του Κώστα Καλαμάρα. Πρόκειται για το τραγούδι «Χήρα ν’ αλλάξεις τ’ όνομα» (μπουρνοβαλιώτικος μανές)το οποίο έφτασε μέχρι τις μέρες μας μέσα από διάφορες παραλλαγές. Μία απ’ αυτές το «Και γιατί δεν μας το λες» αλλά και το «Μα γιατί δεν μας το λες» που τραγουδάει η Χαρούλα Αλεξίου στα «Τσίλικα».

Οι απαρχές το 1876 και το 1907

Η ελληνική μουσική κρύβει πολλές τέτοιες αφηγήσεις, σύμφωνα με τον σπουδαίο ερευνητή του ρεμπέτικου τραγουδιού Παναγιώτη Κουνάδη, ειδικά για τα τραγούδια που έχουν πάνω από 100 χρόνια ζωής. Τι κάνει λοιπόν ένα τραγούδι να αντέχει διασχίζοντας έναν αιώνα, να γοητεύει και να μιλάει στο σήμερα; Τι το καθιστά διαχρονικό και αποτύπωμα κοινωνικών και ιστορικών διεργασιών; Από το «Μινόρε της αυγής» μέχρι τη «Ριρίκα», το «Θα σπάσω κούπες» και την πασίγνωστη διεθνούς εμβέλειας «Μισιρλού», η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, έστω και με δάνεια ή αντιδάνεια επιρροών, είναι γεμάτη από μελωδίες και στιχουργήματα που πέρασαν τις συμπληγάδες του χρόνου και μπορούν να μεταμορφώνονται ακόμη και εν έτει 2017 αν πάρουμε υπόψιν μας τις διασκευές στη μεγάλη περιοχή του «greek lounge».

Η ελληνική δισκογραφία, έτσι κι αλλιώς, έχει ως ισχνό σημείο εκκίνησης στην Αμερική το 1876 με οκτώ τραγούδια. Με ένα άλμα την ανακαλύπτουμε ξανά, σύμφωνα με τον Π. Κουνάδη, το 1910, οπότε εντοπίζονται μαζικές ηχογραφήσεις από την αγγλικήConcertRecordGramophone– πρόγονο τηςEMI. «Υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων που διοικούσαν τηνConcert, οι οποίοι έστελναν σε όλο τον πλανήτη συνεργεία μεκαταπληκτικούς ηχολήπτες και έκαναν ηχογραφήσεις μέχρι το 1914. Στην Ελλάδα έχουμε πολύ μικρό αριθμό ηχογραφήσεων που ξεκινούν το 1904. Πολλές ηχογραφήσεις γίνονται στην Κωνσταντινούπολη, στην Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο, στην Βηρυτό αλλά και σε άλλες χώρες μέχρι την Κίνα».

Η πιο σωστή πάντως καταγραφή των «αιώνιων» τραγουδιών, επισημαίνει ο Παναγιώτης Κουνάδης, ξεκινάει από έναν αμανέ. Εναν από τους πέντε της Σμύρνης: το περίφημο «Σμυρναίικο μινόρε» ή «Μινόρε αμανές» ή «Μινόρε της αυγής»: «Οι πρώτες ηχογραφήσεις έγιναν από το 1907 μέχρι το 1911. Δεν υπάρχει τραγουδιστής από τις αρχές του αιώνα μέχρι σήμερα που να μην έχει ερμηνεύσει αυτό το τραγούδι. Παλαιότερα λειτουργούσε και ως τεστ για όποιον ήθελε να μπει στην δισκογραφία, αφού πολύ συχνά οι επικεφαλής των δισκογραφικών ζητούσαν αυτό το τραγούδι». Πρόκειται για δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο, όπως όλοι οι ελεγειακοί αμανέδες.Το 1946 μάλιστα η πασίγνωστη μελωδία –που έχει καταγράψει πάνω από πενήντα διαφορετικές εκτελέσεις και παραλλαγές –ξαναβγαίνει στη δισκογραφία με τον Σπ. Περιστέρη και τον Μ. Μάτσα, επανερχόμενη έκτοτε κάθε τόσο. Το σπουδαίο αυτή τραγούδι έχει ασαφή καταγωγή. Ο επίμονος ερευνητής Π. Κουνάδηςέχει στη συλλογή τουτην πρώτη ηχογράφηση του «Μινόρε» με τον Γιώργο Τσάκα στην Κωνσταντινούπολη το 1907. «Υπάρχει μια μαρτυρία του εγγονού του βιολιστή που το έπαιξε πρώτος και ήταν ο Γιοβανίκας (Γιάννης Αλεξίου ή Γιάγκος Βλάχος ήΓιοβανίκας)». Υπάρχουν, όμως, άλλοι τέσσερις αμανέδες πάνω σε αυτή τη γνωστή μελωδία που διασώθηκαν όπως λέει: το «Τζιβαέρι»,το «Αδα μαμά», ο «Ταμπαχανιώτικος» αλλά και ο «Μπουρνοβαλιός», που χρησιμοποιήθηκε στο «Χήρα ν’ αλλάξεις τ’ όνομα». Η Αγγέλα Παπάζογλου είχε πει στον Π. Κουνάδη πωςτα μινόρε ήταν κώδικας επικοινωνίας, λυγμός και ελεγεία μεταξύ των Ελλήνων που περίμεναν αιώνες να απελευθερωθούν από τους Οθωμανούς.

«Μισιρλού» και «Ριρίκα»

Από τα τραγούδια που άντεξαν στο χρόνο πολλά πέρασαν σε ξένα μοτίβα όπως η «Μισιρλού» στην ταινία«Pulp Fiction»(1994) τουΚουέντιν Ταραντίνο. Το πολυδιασκευασμένο κομμάτι έχει θολή μελωδική καταγωγή αφού ο πραγματικός συνθέτης παραμένεις άγνωστος. Ηχογραφήθηκε το 1926, σύμφωνα με τον Π. Κουνάδη, από τον Τέτο Δημητριάδη (σ.σ.: αδελφός του Φωκίωνα Δημητριάδη σκιτσογράφο των «ΝΕΩΝ»). «Ο Τέτος έχει ηχογραφήσει περισσότερα από 300 τραγούδια στην Αμερική –ξεπερνά δηλαδή και τη Μαρίκα Παπαγκίκα και την Κυρα-Κούλα». Το «Τι σε μέλλει εσένανε;», εξάλλου, το απέδωσε οSlim Gaillard ως «Tee Say Mallee».Κάποια άλλα πολυεκτελεσμένα είναι τα «Τίκι τίκι τακ», «Από τα πολλά που μού ‘χεις καμωμένα», με τέσσερις εκτελέσεις όταν πρωτοβγήκε. Οι πρώτες ηχογραφήσεις έγιναν στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη περίπου το 1910 από την Ελληνική Εστουδιαντίνα. Στη Σμύρνη ηχογραφήθηκε ο δίσκος Concert Record Gramophone G-C 14586 (ένας τρόπος κωδικοποίησης της εποχής) και ο Victor 63523 -B, ενώ στην Κωνσταντινούπολη ο Odeon 46537. Να σημειωθεί ότι δύο χρόνια νωρίτερα στη Νάπολι της Ιταλίας είχε κυκλοφορήσει μια μελωδία από του Vincenzo di Chiara, που πάνω της βασίστηκε το συγκεκριμένο τραγούδι με τίτλο: «Mbraccia a me!». Το «Θα σπάσω κούπες» έχει επίσης κλείσει έναν αιώνα ζωής. Η επιτυχία του όταν μεγάλη και αυτό αποτυπώνεται από το πλήθος των εκτελέσεων όταν πρωτοηχογραφήθηκε. Οπως λέει ο Π. Κουνάδης: «Η πρώτη εκτέλεση ήταν στην Μικρασία, μετά το πήρε η Μαρίκα Παπαγκίκα στην Αμερική και μετά το βρίσκουμε στην Ελλάδα το 1928 με τον Κώστα Καρίπη, τον σπουδαίο αυτό τραγουδιστή από την Κωνσταντινούπολη». Από το 1914 έως το 1917 σταματούν οι ηχογραφήσεις λόγω πολέμου, αν εξαιρέσουμε τυχόν ηχογραφήσεις στο εξωτερικό, στις ΗΠΑ.

Το τραγούδι πάντως που έχει τις περισσότερες εκτελέσεις και κλείνει μέσα του τον παλμό της εποχής είναι η «Ριρίκα» («Ριρή, Ριρή, Ριρίκα/ εσύ ‘σαι πράμα παιδί μου γερό/ Αχ όποιος νιώσει του φιλιού σου λίγη γλύκα/ θα το θυμάται Ριρίκα για καιρό,/ αχ όποιος νιώσει του φιλιού σου λίγη γλύκα/ θα το θυμάται Ριρίκα για καιρό»). «Ο συνθέτης Στάθης Μάστορας, μαθηματικός στο επάγγελμα, που τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί το 1943, έγραψε κατά την άποψή μου ένα αριστούργημα. Εχει αναφορές σε ονόματα μύθους της εποχής όπως είναι η Μαρίκα Κοτοπούλη ή η Μαρί Σουαζί, μια γαλλίδα δημοσιογράφος που τη δεκαετία του 1920 έγραψε ένα βιβλίο για την πορνεία και μεταφράστηκε στην Ελλάδα το 1950! Επίσης είναι η πρώτη γυναίκα που παραβίασε το 1929 το άβατο του Αγίου Ορους –ντύθηκε άντρας και πήγε να κάνει ρεπορτάζ».

Η άποψη των ερευνητών

Τι κάνει, λοιπόν, ένα τραγούδι αιώνιο; «Καταρχάς οι θεματικές του. Ο έρωτας, οι βαθύτερες επιθυμίες του ανθρώπου. Γι’ αυτό, το ερωτικό τραγούδι είναι και το είδος με τα περισσότερα τραγούδια (δημοτικά, λαϊκά, λόγια).Αντέχουν επίσης εκείνα που καταγράφουν υπαρξιακές αγωνίες και φυσικά επανέρχονται εκείνα που αποτυπώνουν τις ιστορικές συνθήκες και μεταβολές». Την παραπάνω διαπίστωση του Π. Κουνάδη επιβεβαιώνει και ο –φίλος του –Δημήτρης Σταθακόπουλος, γνωστός καταξιωμένος δικηγόρος και δρ. Κοινωνιολογίας της Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διπλωματούχος βυζαντινής μουσικής και μουσικός. «Το τραγούδι δεν παύει να αποτελεί μια πανάρχαια πανανθρώπινη έκφραση, χαράς, λύπης, τελετουργίας και κυρίως επικοινωνίας του ατόμου με την ομάδα ή άλλες ομάδες. Λειτουργούσε και εν πολλοίς λειτουργεί ως ιστορικός/κοινωνικός καταγραφέας των διαφόρων περιόδων της ανθρώπινης δραστηριότητας με ποικίλες αποτυπώσεις: δημοτικές (υπαίθρου), λαϊκές (πάλι δημοτικές, αλλά της Πόλης, του Αστεως) και λόγιες (συνθέσεις με σπουδή και παρτιτούρα). Ενα τραγούδι ή μια μελωδία που διαπερνά τον χρόνο και συχνά μέσω δανείων και αντιδανείων απαντά στα πέρατα του κόσμου, πρωτίστως έχει τρία χαρακτηριστικά: μελωδία – αρμονία – ρυθμό, που ερεθίζουν θετικά το ακροατήριο, το οποίο το κάνει δικό του, το συντηρεί και το μεταβιβάζει στις επόμενες γενιές, κυρίως βιωματικά. Αρα το συλλογικό λαϊκό έρεισμα είναι η γενεσιουργός αιτία. Αυτό, συνεχίζει ο Δημ. Σταθακόπουλος, δεν είναι απλώς μια θεωρητική διαπίστωση, αλλά επαληθεύτηκε πρακτικά τα τελευταία 150 χρόνια με τις ηχογραφήσεις όπου η βιωματική μεταβίβαση μετατοπίστηκε στη «μηχανική», δηλ. στη διάδοση και διατήρηση των μουσικών μέσω ηχογραφήσεων.

Οι ηχογραφήσεις ήταν πολύ χρήσιμες στην αποτύπωση κάποιων (όχι όλων) ηχοχρωμάτων του παρελθόντος, αλλά ίσως λειτούργησαν και ως μέσα αλλοίωσης των ποικίλων εκφράσεων, αφού οι δισκογραφικές στα πλαίσια της μαζικής παραγωγής συνεργάστηκαν με επαγγελματίες μουσικούς που έπαιζαν καλά μεν το πανελλήνιο ρεπερτόριο, αλλά χωρίς διατήρηση των τοπικών ηχοχρωμάτων. Αυτό οδήγησε τελικά σε διαφορετικές ενορχηστρώσεις, αλλαγή μουσικών οργάνων, εξηλεκτρισμό και μια μαζικότητα κατανάλωσης παρά μέθεξης στο τοπικό. «Πάντα κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις μέσα στην εξελικτική διαδικασία. Κάποια πράγματα κάνουν τον κύκλο τους, και είτε χάνονται, είτε διατηρούνται μουσειακά, ή επικαιροποιούνται ενσωματωμένα στο σήμερα».