Το ερώτημα είναι τόσο παλιό όσο και η συκοφαντία. Τι κάνει κανείς όταν πέφτει θύμα της; Αντιδρά με κίνδυνο να κυλιστεί στις λάσπες; Ή αφήνει τη συκοφαντία να περάσει με κίνδυνο να τον κυνηγάει η σκιά της σε όλη του τη ζωή; Στη στάθμιση κινδύνων που έκανε, ο Σταύρος Θεοδωράκης επέλεξε τον πρώτο. Τον κίνδυνο να κυλιστεί στη λάσπη με κάποιον που έγραψε στο twitter ότι φόρεσε μαύρη γραβάτα επειδή «έχασε τους εργολάβους –εκδότες, ιδρυτές και χρηματοδότες του».
Το γεγονός ότι αυτός ο κάποιος είναι ο Πάνος Καμμένος κάνει τον κίνδυνο κάτι περισσότερο από υπαρκτό. Αν αλλάζει κάτι τώρα, είναι το τερέν. Μετά την αίθουσα του Κοινοβουλίου, η οσμή της λάσπης θα κολλήσει και στα ρουθούνια μιας δικαστικής αίθουσας. Είναι καλύτερα για έναν ισχυρισμό που επιτέλους πρέπει να τεκμηριωθεί από αυτόν που δεν έχει πάψει ούτε στιγμή όλα αυτά τα χρόνια να τον προβάλλει από το βήμα της Βουλής και τα σόσιαλ μίντια χωρίς να τον έχει αποδείξει ποτέ. Αλλά δεν είναι και χειρότερα για ένα ήδη απαξιωμένο πολιτικό σύστημα η εικόνα δύο πολιτικών στο δικαστήριο;
Θα ήταν εάν ο ισχυρισμός του Καμμένου ήταν πολιτικός. Αλλά δεν είναι. Ή μάλλον είναι τόσο πολιτικός όσο ο ισχυρισμός του ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αρχηγός της 17 Νοέμβρη ή ότι οι υιοί Παπανδρέου έφεραν το Μνημόνιο για να κερδοσκοπήσουν. Είναι κάτι που λέγεται και ξαναλέγεται για να μείνει. Η μέθοδος δεν είναι τόσο παλιά όσο η συκοφαντία. Είναι όμως πολύ πιο αποκρουστική. Κι από αυτή την άποψη ο Θεοδωράκης δεν θα κυλιστεί στη λάσπη μόνο για το δικό του καλό. Θα κυλιστεί για το καλό όλων μας.