«Μια χώρα τη μαθαίνεις μόνο όταν δεις τις φυλακές της» λέει μία από τις ηρωίδες της «Μαίρης», του τελευταίου μυθιστορήματος του Αρη Φιορέτου. Δεν απευθύνεται μόνο στην ομώνυμη πρωταγωνίστρια, αλλά σε όλες τις γυναίκες που, όπως κι αυτή, βρίσκονται σε ένα ξερονήσι του Αιγαίου για παρόμοιους, ευνόητους λόγους, αλλά με διαφορετική προέλευση. Ειδικά η Μαίρη, η 23χρονη πρωταγωνίστρια, αφού έμαθε ότι είναι έγκυος τον Νοέμβριο του ’73, λίγο πριν κορυφωθούν οι μάχες με την Αστυνομία και τον Στρατό, συνελήφθη προτού προλάβει να ενημερώσει τον σύντροφό της, τον Δήμο, ενώ προσπαθούσε να διαπεράσει τον κλοιό που περικύκλωνε τους φοιτητές. Αρνούμενη να αποκαλύψει στους βασανιστές ακόμα και το όνομά της, βρέθηκε, μαζί με πέντε γυναίκες κι ένα παιδί, εξόριστη, μάλλον στη Γυάρο.
Ο Αρης Φιορέτος γεννήθηκε το 1960 στο Γκέτεμποργκ, όπου ζούσαν ο έλληνας πατέρας του και η αυστριακή μητέρα του, αφού ο πρώτος έφυγε κυνηγημένος από το μετεμφυλιακό κράτος. Ο Φιορέτος σπούδασε στο Γέιλ και στη Στοκχόλμη και λίγο αφότου ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη συγκριτική λογοτεχνία άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα και δοκίμια, να μεταφράζει Ναμπόκοφ, Χέλντερλιν και Οστερ και βεβαίως να γράφει μυθιστορήματα όπως τα «Στοκχόλμη νουάρ», «Η αλήθεια για τον Σάσα Κνις» ή «Ο τελευταίος Ελληνας» (Καστανιώτης). Ειδικά το τελευταίο, μια σάγκα με επίκεντρο την εξορία και τη μετανάστευση, διέθετε βεβαίως και οικογενειακά, αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το «Half the sun» (που θα μεταφραστεί του χρόνου στα ελληνικά), ομοίως. Η «Μαίρη» ίσως λιγότερο, γι’ αυτό και ο Φιορέτος, που στις 16 Νοεμβρίου θα βρεθεί για χάρη της στον Ιανό, χρειάστηκε να ξεψαχνίσει ένα σωρό μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Οι πληροφορίες που άντλησε δεν είχαν να κάνουν τόσο με ονόματα φυλακών, κτιρίων, νησιών ή προσώπων. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν εκείνο το κομμάτι της ιστορίας της χούντας που, αν και προφανές, παρέμενε αγνοημένο.

Η «Μαίρη» είναι μεταξύ άλλων ένα μυθιστόρημα για την απριλιανή δικτατορία και την Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ωστόσο, η Ελλάδα, τα ονόματα των δρόμων ή των κτιρίων της, τα ονόματα των πρωταγωνιστών της εποχής, δεν αναφέρονται. Γιατί;
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι, κανένας όμως τόσο ζωτικός για εμένα όσο η σημασία που είχε η φοιτητική εξέγερση για μια ολόκληρη γενιά. Ανεξαρτήτως του αν οι συμπάθειές σας κλίνουν προς τα αριστερά ή δεξιά –και γνωρίζω πόσο ιδεολογικά παρακινημένη μπορεί να είναι η ιστοριογραφία στην Ελλάδα, ακόμα και σήμερα -, η εξέγερση σηματοδότησε την αρχή του τέλους της χούντας. Εντούτοις, παρόλο που οι σχετικές εξιστορήσεις είναι συνήθως εξιστορήσεις αντίστασης και διαμαρτυρίας, παράλληλα συναποτελούν μια ανδροπρεπή αφήγηση, σαν τις τυπικές αφηγήσεις του Χόλιγουντ και σαν τους αρχαίους μύθους ηρωικών ανδρών. Ακόμα κι όταν συζητάς με γυναίκες που συμμετείχαν στην εξέγερση, η αρρενωπή αυτή αφήγηση είναι παρούσα.
Ο ξεσηκωμός, βέβαια, ήταν στ’ αλήθεια ηρωικός. Καθώς όμως οργάνωνα τις σκέψεις μου υποψιάστηκα ότι η στάνταρ εκδοχή δεν έλεγε όλη την αλήθεια. Διαισθάνθηκα ότι υπήρχε μια ιστορία που δεν έχει ειπωθεί, μια αφήγηση κρυμμένη εντός ή πέραν της συνήθως προσφερομένης. Είναι η αφήγηση για τις πολλές γυναίκες της εξέγερσης αλλά και του αντιδικτατορικού αγώνα γενικά.
Με ενδιέφερε μάλιστα ό,τι συνέβη στις γυναίκες σε ένα κοινωνικό μικροεπίπεδο. Πώς επιβίωνες σε ένα νησί χωρίς τρεχούμενο νερό; Τι έκανες όταν σου ερχόταν περίοδος; Πώς ζεσταινόσουν στη διάρκεια των εχθρικών μηνών του χειμώνα, σε ένα μέρος που μετά βίας διέθετε θέρμανση, μόνο νωπές κουβέρτες; Πώς εμπιστεύεσαι ανθρώπους που δεν έχεις ξανασυναντήσει, που ίσως είναι πληροφοριοδότες, όταν τους έχεις ανάγκη για να επιβιώσεις; Δυστυχώς, υπάρχει επίσης και η σεξουαλική βία που υπέστησαν πολλές γυναίκες, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της επιθετικότητας πολλών κοινωνιών και αρκετά ασυγκίνητο απέναντι στους πολιτικούς χρωματισμούς. Σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες, τις μικρές χειρονομίες, τις εκμυστηρεύσεις, εκεί ήθελα να εστιάσω. Φοβήθηκα ότι αν ανέφερα την Ελλάδα ονομαστικά, η επίσημη αφήγηση θα απέκρυπτε ή και θα κατέπνιγε την ιδιαιτερότητα των βιωμάτων πολλών γυναικών. Κατά μία έννοια, θα τους στερούσε την αξιοπρέπειά τους.

Τι είδους έρευνα χρειάστηκε για να αναδυθούν αυτά τα βιώματα;
Τα ελληνικά μου είναι κάθε άλλο παρά άψογα. Εστω κι έτσι, καταπιάστηκα με αρκετές μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Μίλησα επίσης με πολλούς ανθρώπους, κυρίως γυναίκες που είχαν εξοριστεί σε νησιά στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, καθώς και με γνωστούς που είχαν εμπλακεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Κάποιοι είχαν διηγηθεί τις αναμνήσεις τους ξανά και ξανά, τόσο, που όσα κάποτε αποτελούσαν ζωντανή μνήμη, πλέον είχαν αποκτήσει τον χαρακτήρα ανεκδότου. Υπήρχε όμως και μια χούφτα ανθρώπων –ονόματα δεν λέμε, ούτε όμως και τα ξεχνάμε –που δεν είχαν μιλήσει αρκετά για όσα πέρασαν. Αραγε βρήκαν ευκολότερο το να τα διηγηθούν σε έναν ξένο, με καταγωγή ελληνική κατά το ήμισυ, αντικειμενικό απέναντι στις εμπειρίες τους, αλλά εκτός της κουλτούρας τους; Δεν γνωρίζω. Τους είμαι όμως ευγνώμων που μοιράστηκαν τα βιώματά τους. Εδωσαν σάρκα, νεύρα και τένοντες στα γυμνά κόκαλα της πρόζας μου.

Ο σωματικός πόνος της Μαίρης κλιμακώνεται σταθερά. Φαίνεστε πολύ επίμονος στην καταγραφή του. Αυτός είναι πια ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να αντιληφθούμε τη στυγερότητα των δικτατόρων;
Οπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, απεχθάνομαι τον πόνο. Επίσης, αυτός καθαυτόν δεν έχει καμία λογοτεχνική αξία. Τοποθέτησέ τον όμως εντός ενός πλαισίου και τότε αποκτά σημασία. Για ένα μεγάλο διάστημα, ο τίτλος εργασίας του μυθιστορήματος ήταν «Επτά κεφάλαια περί πόνου». Ασχολήθηκα πολύ με το τι μπορεί να είναι ο πόνος, πώς εκφράζεται και αν είναι δυνατόν να τον μοιραστείς. Επιθυμούσα να μάθω αν διαθέτει ή αν συνιστά ο ίδιος μια γλώσσα. Πώς όμως γράφεις για αυτόν χωρίς να γίνεις ηδονοβλεπτικός ή εκμεταλλευτικός; Παραδέχομαι ότι υπάρχουν δυο-τρεις βίαιες σκηνές. Αλλά στο μεγαλύτερο μέρος η βία είτε έχει συμβεί ήδη είτε επίκειται.

Γνωρίζετε ότι η γενιά που συμμετείχε στην εξέγερση κατηγορείται ενίοτε συλλήβδην για τις σύγχρονες κακοδαιμονίες

της χώρας;

Από όσα καταλαβαίνω απέχοντας χιλιάδες χιλιόμετρα, η γενιά εκείνη, αν και αξιέπαινη από διάφορες απόψεις, φαίνεται ότι αποδείχθηκε σχεδόν τόσο διεφθαρμένη όσο και η παλιά ελίτ. Δεν είμαι ενήμερος για το καθημερινό πηγαινέλα της ελληνικής πολιτικής ζωής, το πιο συνετό λοιπόν είναι να σωπάσω. Θα πω όμως αυτό: για κάποιον που γεννήθηκε μετά τη γενιά του Μάη του ’68 (η οποία χοντρικά αντιστοιχεί στη γενιά του ’73), οι εκπρόσωποί της ήταν πάντοτε αντικείμενο ζήλειας. Τουλάχιστον στη Δύση ήταν οι τελευταίοι που βίωσαν αλλαγές τόσο θεμελιώδεις, ώστε επηρέασαν όλους τους τομείς της ζωής. Ποιος δεν θα ήθελε να είναι μέρος μιας τόσο μνημειώδους συλλογικής εμπειρίας; Και όμως, εξαιτίας της τάσης τους να μετατρέπουν τα ζητήματά τους σε δικά μας προβλήματα, η ίδια αυτή γενιά γίνεται ιδιαίτερα εκνευριστική.

Διαφορές

Η ιστορία της Ελλάδας είναι μια ιστορία κατοχής

Μπορείτε να ψηλαφίσετε τις διαφορές Ελλάδας και Σουηδίας όπως αντανακλώνται λ.χ. στη γλώσσα τους;

Συνήθως, οι άνθρωποι που σκέφτονται εθνοκεντρικά υποστηρίζουν ότι οι ιδιαίτερες αξίες του πολιτισμού τους,

είναι περίπου αμετάφραστες. Παράδειγμα, η κεντρική στην αρχαία Ελλάδα έννοια του «κλέους». Είναι όμως απολύτως αμετάφραστη; Είναι βέβαιο ότι η λέξη «glory» δεν επαρκεί; Αντίστοιχα, υπάρχει η σουηδική λέξη «lagom» η οποία περιγράφει μια συγκεκριμένη διάθεση, αποτυπωμένη καλύτερα ως εξής: τα παλιά χρόνια, όταν η Σουηδία ήταν ακόμα φτωχή, υπήρχε συνήθως ένα ποτήρι μπίρας για μια παρέα ανδρών, καθένας από τους οποίους μπορούσε να πιει μια – δυο γουλιές, με τον πρώτο να γνωρίζει ότι, αν ικανοποιήσει όλη τη δίψα του, στον τελευταίο δεν θα έμενε τίποτα.

Αυτή είναι η αρχή του «lagom»: ούτε πολύ ούτε λίγο, απλώς αρκετό. Που θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε με την αρχαία έννοια του «μέτρου».

Πώς διαφέρουν λοιπόν οι δύο χώρες ως κράτη;
Η χώρα μου έχει ένα στιβαρό κράτος εδώ και 400 χρόνια, από τότε που ο Αξελ Οξενστιέρνα έγινε καγκελάριος το 1612 και οικοδόμησε τον πρώιμο διοικητικό κορμό του. Επιπλέον, η Σουηδία έχει να εμπλακεί σε πόλεμο, από το 1814. Τετρακόσια χρόνια κεντρικής διοίκησης και 200 χρόνια ειρήνης άσκησαν σημαντική επίδραση στην κοινωνία. Ως πολίτης, αναπτύσσεις μια πίστη στο κράτος, ειδικά αν κι εκείνο εξασφαλίσει ευημερία στην πλειονότητα. Ενα τέτοιο εγχείρημα πετυχαίνει μόνο αν το «lagom» ισχύσει ως κατευθυντήρια αρχή. Η ιστορία της Ελλάδας είναι μια ιστορία κατοχής. Εχουν περάσει Οθωμανοί, Γερμανοί και ντόπιοι συνταγματάρχες που άφησαν τα σημάδια τους. Σε μια τέτοια κοινωνία, το κράτος δεν είναι αξιόπιστο. Για να το πω άκομψα και άδικα, είτε του αντιστέκεσαι και το πολεμάς είτε το εκμεταλλεύεσαι για δικό σου όφελος. Ο,τι και αν κάνεις, δεν είναι σίγουρο ότι θα πληρώνεις φόρους. Προφανώς κάνω την αντίθεση των δύο χωρών εντονότερη από ό,τι τους αξίζει.

INFO

Ο Αρης Φιορέτος θα συζητήσει για το βιβλίο του με τους Χάρη Βλαβιανό, Κώστα Κοσμά στον Ιανό (Σταδίου 24, Αθήνα) στις 16 Νοεμβρίου και ώρα 20.30

Αρης Φιορέτος

Μαίρη

Μτφ. Κώστας Κοσμάς

Εκδ. Πατάκη, 2017, σελ. 435

Τιμή: 18 ευρώ