Στην «αληθινή γενιά του Πολυτεχνείου», γράφει στην αρχή του βιβλίου η αφιέρωση του Στέλιου Κούλογλου, ο οποίος και συντόνισε για τις ανάγκες των τηλεοπτικών του ρεπορτάζ το δύσκολο έργο της συλλογής περίπου εβδομήντα μαρτυριών ανθρώπων, που ο καθένας με τον δικό του τρόπο, θετικό ή αρνητικό, «πιάστηκε στα γρανάζια της Ιστορίας». Πράγματι, ο ρόλος που διαδραμάτισε η γενιά του Πολυτεχνείου μεταπολιτευτικά ως προς την εκδήλωση της κρίσης το 2011 υπήρξε το αντικείμενο ενός όχι και τόσο θορυβώδους όσο, ας πούμε, για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού λίγα χρόνια νωρίτερα, αλλά εξίσου έντονου «πολέμου», από αυτούς που προνομιακά προκαλεί κατά καιρούς η επιστροφή των κοινωνιών στο ιστορικό τους παρελθόν. Για τη γενιά του Πολυτεχνείου, στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, υπήρξαν δύο και μία μείζονες προσεγγίσεις: η κυριότερη αφορά την επιθετική εμφάνιση της Ακροδεξιάς στο προσκήνιο, που είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την εκλογική ενίσχυση του κόμματος που θεωρείται και θεωρεί εαυτόν κληρονόμο της απριλιανής δικτατορίας όσο τη, για πρώτη φορά μετά την πτώση της χούντας, ανερυθρίαστη και ακομπλεξάριστη υπεράσπιση των πεπραγμένων της Επταετίας. Στο πλαίσιο αυτό, η σπίλωση της γενιάς της Πολυτεχνείου υπήρξε συστηματική και επίμονη. Η παλαιάς κοπής αμφισβήτηση του ίδιου του Πολυτεχνείου, της ύπαρξης νεκρών και η σύνδεσή του με θεωρίες συνωμοσίας ως προς την εκπαραθύρωση του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη αντικαταστάθηκε με έναν επιθετικό ακροδεξιό λόγο, που ξετρύπωσε από τα πολιτικά μνημόσυνα ολίγων γραφικών και διαχύθηκε ορμητικά στα ερεβώδη σύμπαντα του Διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων. Η κρίση πολλαπλασίασε την απήχηση των παραπάνω ανοησιών, προσδίδοντας στην αμφισβήτηση του Πολυτεχνείου και της γενιάς του απρόσμενη αποδοχή στις δεξαμενές των απελπισμένων που δημιούργησε. Προφανής στόχος, η αποδόμηση ολόκληρης της Μεταπολίτευσης για την οποία το Πολυτεχνείο υπήρξε συμβολικά, πολιτικά και ηθικά ο θεμέλιος λίθος.
Η «προδομένη» γενιά
Παράλληλα με την επιθετικότητα της Ακροδεξιάς, δύο άλλες προσεγγίσεις αναδύθηκαν ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης: η πρώτη που εκφράστηκε πολλαπλώς πολιτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ ήθελε τη γενιά του Πολυτεχνείου να έχει «προδοθεί». Το αφήγημα αυτό, επίσης φτιαγμένο από παλαιά «υλικά», πριμοδότησε την άποψη ότι κάποια από τα «επώνυμα» μέλη της γενιάς εξαργύρωσαν πολιτικά τον αγώνα των «πολλών και αφανών», συντελώντας παράλληλα στον εκμαυλισμό της ελληνικής κοινωνίας τα χρόνια που ακολούθησαν αλλά και στη σταδιακή απονεύρωση του ισχυρού, τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ριζοσπαστισμού που χαρακτήριζε δυναμικά τμήματα της κοινωνίας και δη της νεολαίας. Υπό την έννοια αυτή, τα ιδανικά του Πολυτεχνείου δεν υπήρξαν ποτέ δικαιωμένα, ενώ η γενιά αυτή, παρά τις παρατεταμένες δοξολογίες της, δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει τα ηνία της χώρας, κάτι που ο Κούλογλου στην εισαγωγή του δεν παραλείπει να τονίσει εμφατικά. Δίπλα στο αφήγημα αυτό, στα χρόνια της κρίσης εμφανίστηκε μία ακόμη προσέγγιση προσφιλής σε διανοούμενους και opinion makers του (νεο)φιλελεύθερου χώρου, η οποία επιχείρησε να ερμηνεύσει το ιστορικό αποτύπωμα της γενιάς «υπό το φως της κρίσης» αποδίδοντας ευθέως στην «αριστερή ηγεμονία» που χαρακτήρισε τη Μεταπολίτευση τα αίτια της χρεοκοπίας της χώρας. Ολοι οι παραπάνω εστίασαν ειδικότερα στην ηγεμονική θέση που απέκτησαν τη δεκαετία του ’80 από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (κυρίως μέσα από την πολύπλευρη δραστηριότητα του υφυπουργείου Νέας Γενιάς) αξίες όπως ο αντιαυταρχισμός, η άρση των ιεραρχιών και η αμφισβήτηση, οι οποίες προφανώς εγγράφονται στην «κληρονομιά» του Πολυτεχνείου.
Ανοιγμα της συζήτησης
Η έκδοση του βιβλίου «Μαρτυρίες από τη δικτατορία και την αντίσταση» οπωσδήποτε εγγράφεται στην παραπάνω συζήτηση, αλλά και σε ένα γενικότερο άνοιγμα της συζήτησης για την ιστορία της δικτατορίας των συνταγματαρχών, εξέλιξη που ρητά ή άρρητα επίσης σχετίζεται με την τρέχουσα κρίση. Το βιβλίο, όπως αναφέρθηκε ήδη, αποτελείται από περίπου εβδομήντα μαρτυρίες ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα. Παρά το ότι σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια πραγματεία δομημένη στις απαιτήσεις της προφορικής ιστορίας, πρόκειται για ένα αναμφίβολα αντιπροσωπευτικό πανόραμα της εποχής, των ανθρώπων της και των «ειδικών συνθηκών» που οδήγησαν στο πραξικόπημα. Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί πως η επιλογή των μαρτυριών έχει γίνει ισορροπημένα περιλαμβάνοντας τη μνήμη ανθρώπων που συνεργάστηκαν με τη χούντα ή και συνέβαλαν στην εδραίωσή της. Ως εκ τούτου, πέραν των όλων άλλων αρετών της, η έκδοση αποτελεί μια καθ’ όλα έντιμη προσπάθεια να φωτιστεί η ιστορία της Επταετίας, η οποία παρά τη σημασία της εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί μια «σκοτεινή σελίδα» της σύγχρονης Ιστορίας μας, επιτρέποντας πολλές φορές άθλιες αναγνώσεις της υπό το πρόσχημα μιας αναθεωρητικής ή (ακόμη χειρότερα), υποτίθεται, «εναλλακτικής» ματιάς. Για τον λόγο αυτόν και δεδομένου ότι ορισμένες πτυχές της ιστορίας της (όπως οι βασανισμοί πολιτών λ.χ.) έχουν ήδη ερευνηθεί στο παρελθόν στη συνθήκη της αντιχουντικής οργής που επικράτησε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η σπουδαιότητα των μαρτυριών που περιλαμβάνονται στο βιβλίο έγκειται σε όσα καταθέτουν έμπιστοι της ομάδας των πραξικοπηματιών, όπως ο Αντώνιος Σκαρμαλιωράκης, κορυφαία στελέχη του καθεστώτος (ο Νίκος Φαρμάκης, λ.χ., βουλευτής της ΕΡΕ προδικτατορικά) ή αμερικανοί διπλωμάτες και στελέχη των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ (Τζον Ντέι, Τζον Φατσέας, Ουίλιαμ Φίλιπς Τάλμποτ κ.λπ.). Ακόμη όμως και θέματα γνωστά, όπως οι βασανισμοί, φωτίζονται από διαφορετικές γωνίες προκαλώντας συχνά την έκπληξη του αναγνώστη για τον κυνισμό και την ψυχοπαθολογία των χουντικών: «Μια ημέρα με ξανανεβάζουν στο γραφείο του Κραββαρίτη» θυμάται ο Μανώλης Καραπιπέρης, στέλεχος του ΠΑΜ. «Ανοίγει αυτός το συρτάρι του και μου λέει: Ρε πούστη, αν είσαι άντρας πάρε το πιστόλι και αυτοκτόνησε για να μη σε πετάξουμε εμείς από το παράθυρο και βρούμε τον μπελά μας. Εγώ είμαι τόσο θολωμένος και απελπισμένος γιατί πονάω που σκέφτομαι: Να το πάρω να αυτοκτονήσω; […] Και εκείνη τη στιγμή που ο Κραββαρίτης βρίζει και βγάζει αφρούς από το στόμα, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι η γυναίκα του. Και καταλαβαίνω από το τηλεφώνημα ότι ο άνθρωπος έχει το παιδί του άρρωστο με πυρετό. Είναι τρομερό πώς αλλάζει ξαφνικά και το τέρας αυτό γίνεται άνθρωπος. Με πόση ευαισθησία μιλάει στο τηλέφωνο για το παιδί του το οποίο έχει πυρετό, την ίδια στιγμή που έχει έναν ετοιμοθάνατο άνθρωπο στη γωνία και τον βασανίζει…» (σελ. 30).

Η συμβολή

Φως στις πτυχές της Επταετίας

Ταξινομημένες σε δέκα κεφάλαια που φιλοδοξούν να καλύψουν το κενό που αφήνει ακόμη και σήμερα η απουσία μιας συνολικής ιστορίας της δικτατορίας, οι μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στο ανά χείρας βιβλίο αποτελούν μια καθοριστική συμβολή στην ιστορική γνώση φωτίζοντας διάφορες πτυχές της Επταετίας, τεκμηριώνοντας παράλληλα ότι η τελευταία υπήρξε κάτι περισσότερο από ένα «παλιό έπιπλο» που δεσπόζει σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού μας. Ιδίως για όσους, ακόμη σήμερα, αναγνωρίζουν στο σώμα και στην ψυχή τους τα τραύματα που τους προκάλεσαν οι βασανιστές της. Η εισαγωγή του Στέλιου Κούλογλου εισάγει τον αναγνώστη ικανοποιητικά στις αφηγήσεις που ακολουθούν, ενώ η επιστημονική επιμέλεια και το επίμετρο ανήκουν στον Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλο, ο οποίος παράλληλα έφερε εις πέρας και το δύσκολο έργο του υπομνηματισμού, μιας δουλειάς εξαιρετικά σύνθετης και πάντοτε απαιτητικής.

Στρατός – αμερικανική πρεσβεία – Ανάκτορα

Ο αναγνώστης που θα ανατρέξει στο βιβλίο σαφώς και δεν είναι ανυποψίαστος, ωστόσο οι μαρτυρίες σοκάρουν με τη λεπτομερειακή καταγραφή ενός κλίματος ερεβώδους, όπου το σύμπαν των μυστικών υπηρεσιών και των συνωμοτών στρατιωτικών προσδιόριζε κατά το δοκούν και με βάση τις δικές του εκτιμήσεις τα όρια της δημοκρατίας και τον βαθμό που η λαϊκή εντολή μπορούσε όχι μόνο να γίνει σεβαστή, αλλά και να εκφραστεί. Με άλλα λόγια, οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών αποδεικνύουν την έκταση της εξωθεσμικής και παραθεσμικής παρέμβασης που εκπορευόταν από το τρίγωνο «Στρατός – αμερικανική πρεσβεία – Ανάκτορα» και η οποία κατέστησε μετεμφυλιακά την Ελλάδα μια χώρα περιορισμένης, «κατ’ επίφαση δημοκρατίας». Και βέβαια, τις μεταξύ τους διελκυστίνδες, τους ανταγωνισμούς και τις αντιφάσεις ενός κραταιού συστήματος που τελικά κινητοποιήθηκε στο «παρά πέντε» προκειμένου να αποτραπούν η εκλογική νίκη της Ενώσεως Κέντρου τον Μάιο του 1967 («το πραξικόπημα δεν το κάνεις μετά τις εκλογές» τονίζει εμφατικά ο Νίκος Φαρμάκης στη μαρτυρία του) και η πολιτική ενίσχυση του μεγάλου φόβου του παρακράτους που άκουγε σε ένα και μόνο όνομα: Ανδρέας Παπανδρέου.

Τούτων ρηθέντων, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η προσεκτική ανάγνωση του βιβλίου ακυρώνει μια, δημοφιλή τις τελευταίες δεκαετίες, άποψη που θέλει τους δικτάτορες σχεδόν φαιδρούς τύπους, με τη συμπεριφορά και τον λόγο τους να εντοπίζονται σε μια αστεία ζώνη ανάμεσα στο κιτς, τον απροσχημάτιστο λαϊκισμό και τον βλακώδη βερμπαλισμό. Πράγματι, όλα αυτά υπήρξαν, ο Γιώργος Πανουσόπουλος μάλιστα θυμάται (σελ. 188) ότι την 21η Απριλίου, όταν ακόμη δεν υπήρχε καμία πληροφόρηση για το ποιος έκανε το πραξικόπημα, έχοντας καλύψει στα Ανάκτορα για τις ανάγκες της Τηλεοράσεως των Ενόπλων Δυνάμεων την ορκωμοσία της πραξικοπηματικής κυβέρνησης, ενημέρωνε τους φίλους του ότι το πραξικόπημα έγινε από «κάποιον σαν τον Λουί ντε Φινές» (αυτή ήταν στην εξέλιξη και η γενική εκτίμηση για τον Παττακό). Ωστόσο, ο υπερτονισμός του στοιχείου αυτού τις τελευταίες δεκαετίες κατέληξε να περιορίζει την ευθύνη για τη δικτατορία σε «ολίγους (προφανώς ανοήτους) άφρονες» και να υποβαθμίζει σιωπηλά τις πραγματικές διαστάσεις του πραξικοπήματος: το τελευταίο δεν αποτέλεσε μια «μαύρη τρύπα» στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας και μια παρά φύση εξέλιξη, αλλά αντιθέτως δομικό της στοιχείο, κατάληξη σχεδόν αναμενόμενη μιας κατάστασης των πραγμάτων όπου κυριάρχησαν ο αντικομμουνισμός, η εθνικιστική ρητορεία και η απέχθεια για τη δημοκρατία και τη λαϊκή βούληση. Το στοιχείο αυτό, αν και σε γενικές γραμμές ήδη γνωστό από πλείστες συμβολές, τεκμηριώνεται επαρκώς από τις μαρτυρίες όσων πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα, αλλά και όσων δυστύχησαν να βιώσουν τις εμμονές του μετεμφυλιακού κράτους, όπως ο Γιάννης Στεφανίδης που βασανίστηκε απάνθρωπα για την υποτιθέμενη συμμετοχή του στο «σαμποτάζ» του Εβρου που συντόνισε το 1965 ο Γεώργιος Παπαδόπουλος (ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για το θέμα μπορεί να ανατρέξει στο εξαιρετικό βιβλίο του Γιάννη Στεφανίδη «Οδοιπορικό προς την ελευθερία 1957-1967», εκδόσεις Εστία, σειρά Μαρτυρίες και Βιογραφίες).
Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου «Το “πρόβλημα νεολαία”. Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα (1964-1974)», Αθήνα, 2013

Στέλιος Κούλογλου

Μαρτυρίες από

τη δικτατορία

και την αντίσταση

Επιστημονική επιμέλεια, σημειώσεις, επίμετρο: Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2017, σελ. 501 Τιμή: 21 ευρώ

Η συμβολή

Φως στις πτυχές της Επταετίας

Ταξινομημένες σε δέκα κεφάλαια που φιλοδοξούν να καλύψουν το κενό που αφήνει ακόμη και σήμερα η απουσία μιας συνολικής ιστορίας της δικτατορίας, οι μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στο ανά χείρας βιβλίο αποτελούν μια καθοριστική συμβολή στην ιστορική γνώση φωτίζοντας διάφορες πτυχές της Επταετίας, τεκμηριώνοντας παράλληλα ότι η τελευταία υπήρξε κάτι περισσότερο από ένα «παλιό έπιπλο» που δεσπόζει σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού μας. Ιδίως για όσους, ακόμη σήμερα, αναγνωρίζουν στο σώμα και στην ψυχή τους τα τραύματα που τους προκάλεσαν οι βασανιστές της. Η εισαγωγή του Στέλιου Κούλογλου εισάγει τον αναγνώστη ικανοποιητικά στις αφηγήσεις που ακολουθούν, ενώ η επιστημονική επιμέλεια και το επίμετρο ανήκουν στον Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλο, ο οποίος παράλληλα έφερε εις πέρας και το δύσκολο έργο του υπομνηματισμού, μιας δουλειάς εξαιρετικά σύνθετης και πάντοτε απαιτητικής.