Είναι η τέταρτη φορά στη διάρκεια των τελευταίων 120 χρόνων κατά την οποία η ελληνική κοινωνία διακατέχεται από την περίφημη «εθνικήν ημών τύφλωσιν». Η πρώτη ήταν η άρνηση της αποδοχής της χρεοκοπίας του 1893, όπου, αντί να εισακουστεί ο νουνεχής Τρικούπης, επελέγη, με λαϊκό πανδαιμόνιο συναίνεσης, ο «ζητωπόλεμος» του 1897 κατά των Τούρκων. Το τυχοδιωκτικό εύρημα, πάντως, ήταν ανώτερο του Βαρουφάκη: θα πράτταμε το εθνικό μας χρέος απελευθερώνοντας τα σκλαβωμένα αδέλφια μας, τα οποία με τη σειρά τους θα εξοφλούσαν τα δικά μας χρέη.
Η δεύτερη εκδήλωση πείσμονος εθελοτυφλίας ήταν το 1920, με την πλειοψηφική πεποίθηση ότι υπάρχει το «κόλπο», ο μαγικός τρόπος, ώστε και τη Μικρά Ασία να κρατήσουμε και το εκστρατευτικό σώμα να φέρουμε πίσω. Μια λέξη «οίκαδε» και η επίμονη αυταπάτη συνέτριψαν εκλογικά έναν γίγαντα, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, από έναν συνασπισμό ετερόκλητων ασημαντοτήτων, που μετά βίας συγκρατεί η μνήμη τα ονόματά τους. (Αξίζει να σημειωθεί πως το επιχείρημα ότι σήμερα δεν θα συνέβαιναν όσα μας συμβαίνουν, αν υπήρχε ένας μεγάλος ηγέτης όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, έχει ήδη απαντηθεί: όταν ενεργοποιείται η «εθνική ημών τύφλωσις», η εντροπία της είναι ισοπεδωτικά αυτοκαταστροφική).
Τρίτη εκδήλωση της «ευγενούς ημών τυφλώσεως» ήταν ο μακρός Εμφύλιος 1944-1974. Η μόνη χώρα που, αντί να δρέψει τους καρπούς του Επους του 1940 και της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης του ’41-’44, μπήκε τυφλά στην εμφύλια διαμάχη, που την παρέτεινε στις άμεσες συνέπειές της για τριάντα χρόνια. Οι έμμεσες συνέπειες είναι ορατές και υπόρρητα σημαντικές στην εθνική μας ζωή ώς σήμερα.
Η τέταρτη κρίση «εθνικής τυφλώσεως» διαρκεί ήδη επτά χρόνια, στα οποία έχει εγκαθιδρυθεί η στασιμοχρεοκοπία της χώρας. Οι λόγοι που δεν επέτρεψαν να εκδηλωθεί η απίστευτη καταστροφή που θα συνεπαγόταν η άτακτη χρεοκοπία είναι δύο, που δημιουργούν και μια κρίσιμη και αποφασιστική διαφορά από το παρελθόν.
Ο πρώτος λόγος είναι η διαφορετική θέση της Ελλάδας. Αυτήν τη φορά η πατρίδα μας ευλογήθηκε να είναι συστατικό μέλος μιας ισχυρής υπερεθνικής οντότητας, της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και ακόμα ακριβέστερα της ευρωζώνης, έτσι ώστε να υπάρξει ένας έσχατος ιστός ασφαλείας στην πορεία καταβαράθρωσης.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, κατ’ αντίθεση με τις προηγούμενες τρεις ανάλογες κρίσεις, αυτήν τη φορά υπήρχε ισχυρή μεσαία τάξη, με διευρυμένη συμμετοχή, μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, στα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά χαρακτηριστικά της.
Τα δύο αυτά αναχώματα, τα οποία προς το παρόν έχουν διαφυλάξει τη χώρα από την απόλυτη καταστροφή, οφείλονται σε αυτούς που σήμερα υβρίζονται: τους «προδότες» έλληνες πολιτικούς και τις πολιτικές δυνάμεις που έφεραν την Ελλάδα από απόκληρη, απομονωμένη χώρα, στην 36η θέση των πιο αναπτυγμένων χωρών του κόσμου.
Το γεγονός όμως ότι υπάρχουμε ακόμα σε τυπικά κανονική δομή κοινωνίας με σταθερές, έστω και ολοένα απαξιούμενες δημόσιες λειτουργίες, το γεγονός ότι δεν διολισθήσαμε στην πλήρη διάρρηξη, της ασθενούς –πάντως –κοινωνικής συνοχής, ότι δεν οδηγηθήκαμε δηλαδή στην άτακτη χρεοκοπία και την εμφύλια σύρραξη, δεν οφείλεται τόσο σε ώριμες εσωτερικές διαδικασίες της ελληνικής κοινωνίας και των πολιτικών δυνάμεων. Οφείλεται, κυρίως, στο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ηγεσιών των κομμάτων –με τελευταίο να φοράει τα σωληνάκια τον κ. Τσίπρα –έχει συμβιβαστεί με τον θάλαμο εντατικής στον οποίο βρισκόμαστε.
Η νεκροφανής ηρεμία μας, η προσαρμογή στη στασιμοχρεοκοπία έγιναν κανονικότητα. Και τα κόμματα, στην πλειοψηφία τους, προσαρμόζονται, δηλαδή αποδέχονται την εθνική ήττα. Βέβαια, κάθε κόμμα αντλεί διαφορετικά συμπεράσματα και αναπτύσσει διαφορετικές στρατηγικές διαχείρισης της ήττας. Ο κ. Τσίπρας, πολιτικός από κάθε άποψη απροετοίμαστος και ακατάλληλος να χειριστεί την πολύπλοκη πρόκληση που είναι η πραγματική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, η αλλαγή του κράτους και η ζωογόνηση αποτελεσματικών θεσμών, η αξιόπιστη εκπροσώπηση της χώρας στο εξωτερικό, διαθέτει ωστόσο μια σαφή υπεροχή. Εχοντας ως μόνο προσωπικό πλεονέκτημα την ισχυρή διαίσθηση των αντιφάσεων που διατρέχουν τον ελληνικό λαό, την άρνηση μεγάλου τμήματος της κοινωνίας να αναγνωρίσει τις αιτίες της χρεοκοπίας, άρα να αναμετρηθεί με το μέλλον, ο κ. Τσίπρας επέλεξε στρατηγικά ένα, προσώρας, εξαιρετικά αποδοτικό σχήμα νοηματοδότησης της πολιτικής του. Αφενός καλλιεργεί το μίσος απέναντι στις προηγούμενες κυβερνήσεις (επιλεκτικά πάντως) και επιχειρεί να προβάλει ως το «αθώο νέο» απέναντι στο «φαύλο παλιό». Την ίδια στιγμή, γνωρίζοντας τις αδυναμίες του, πραγματοποιεί έναν ελιγμό αντίστοιχο του Θεόδωρου Δηλιγιάννη το 1897. Ο Δηλιγιάννης, αδυνατώντας τότε να προτείνει κάτι για το μέλλον, κάλεσε τον λαό να οπισθοχωρήσει στο παρελθόν, σαλπίζοντας ένα «νέο 1821» (για να έλθουν οι Τούρκοι να πιουν τον καφέ τους στη Λάρισα…).
Ετσι και ο κ. Τσίπρας υιοθέτησε ένα ηττημένο ρεύμα του ιστορικού ΠΑΣΟΚ, κάνοντας έμβλημά του για το μέλλον τη νοσταλγία για το παρελθόν. Κλείνοντας το μάτι ότι «το κράτος είναι εδώ για παροχές», «οι διορισμοί στο Δημόσιο είναι επί θύραις». «Οι διευθετήσεις συμφερόντων επιμέρους κλάδων είναι καθήκον μας» –τελευταίο παράδειγμα, η χειρονομία στους αυτοκινητιστές ταξί του κ. Λυμπερόπουλου. Ο κ. Τσίπρας επέλεξε να πάρει τη σκυτάλη, να συνεχίσει και να «φρεσκάρει» το πελατειακό, λαϊκιστικό, κρατικιστικό, εθνικολαϊκό ΠΑΣΟΚ, που αποδείχτηκε μειοψηφία το 1996. Εντίμως, άλλωστε, ο κ. Τσοχατζόπουλος είπε με τόση φυσικότητα «είμαι ΣΥΡΙΖΑ». Και, φυσικά, η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του κ. Τσοχατζόπουλου είναι αυτά που, πριν εκδηλωθεί ο ηγέτης τους, εκόσμησαν τις θέσεις εξουσίας του «νέου λαϊκού φορέα».
Στο ίδιο ερώτημα της ένταξης στο πολιτικό σκηνικό της νεκροφανούς και έξωθεν επιβιούσας χώρας, η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης βρίσκονται σε πλήρη αμηχανία, έτσι ώστε να κινδυνεύουν στρατηγικά, με ανήκεστο, μάλιστα, τρόπο. Ο κ. Μητσοτάκης πολιτεύθηκε με βάση την πεποίθηση ότι το ζητούμενο της κοινωνίας είναι η «επιστροφή στην κανονικότητα». Ωστόσο, σε μια κατεστραμμένη κοινωνία, που στηρίζεται σε μια μειοψηφία του 33%, η οποία χρηματοδοτεί τις ανάγκες του 67%, που και αυτό δεν θα υπήρχε αν δεν έτρεχαν οι χρηματοδοτήσεις των εταίρων, η χώρα χρειάζεται ένα νέο υπόδειγμα, μια νέα κανονικότητα. Την παλαιά «κανονικότητα», άλλωστε, την «καπάρωσε», με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο κ. Τσίπρας. Νέα κανονικότητα, όμως, μπορείς να εξαγγείλεις μόνον εάν καταρτίσεις ρωμαλέο και συνεκτικό αναπτυξιακό σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης, με πειστικό πρόγραμμα και ισχυρή ομάδα στελεχών να το στηρίξει. Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Τίποτα χειρότερο δεν υπάρχει στην πολιτική από το να συγχέεις το λαϊκιστικό με το λαϊκό. Και η Νέα Δημοκρατία αυτοαποκλείεται από το λαϊκό, εν ονόματι του αγώνα κατά του λαϊκισμού.
Σε αυτό το ζοφερό σκηνικό καθήλωσης στα σωληνάκια της στασιμοχρεοκοπίας, ο μόνος χώρος που δημιουργεί ελπίδα για κάτι καινούργιο, διαφορετικό, καινοτόμο και ριζοσπαστικό είναι το ευρύ φάσμα δυνάμεων, οι οποίες προχωρούν στη δημιουργία του νέου προοδευτικού φορέα με την εκλογή του ηγέτη στις 12 ή και 19 Νοεμβρίου και το ιδρυτικό Συνέδριο που θα ακολουθήσει.
Ο πλούτος του χώρου είναι πριν απ’ όλα η γονιμότητα των ιδεών που εκδηλώθηκε ακόμα και την περίοδο των άγονων διαμαχών για τη διαδικασία. Ο Γ. Καμίνης, ο Στ. Θεοδωράκης, εκατοντάδες και χιλιάδες στελέχη σε όλη την Ελλάδα, συμβάλλουν σε ένα οργανικό γνώρισμα της παράταξης, από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου, που είναι η σύνθεση πολλών ρευμάτων στην ενιαία κοίτη. Προσθέτως, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι η δύναμη του ΠΑΣΟΚ, που εκδηλώθηκε και σε αυτήν τη διαδικασία, στην οποία άλλωστε και πρωτοστάτησε. Ενός ΠΑΣΟΚ που μετεξελίσσεται σταθερά, κρατώντας όλη την ιδρυτική ορμή, όπως την ενέπνευσε και σφράγισε ο Ανδρέας Παπανδρέου, τη συντεταγμένη αντίληψη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όπως την υπηρέτησε η γόνιμη περίοδος του Κώστα Σημίτη, ανανεώνοντας, με ουσιαστική αυτοκριτική, την πολιτική του.
Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία για την πατρίδα, ένας ανανεωτικός πολιτικός φορέας που θα σπάσει τη στασιμοχρεοκοπία και τα αδιέξοδα του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι απλά χρήσιμος. Είναι αποφασιστικά αναγκαίος. Σε αυτήν τη διαδρομή, η κ. Γεννηματά έχει αποδείξει ότι υπηρετεί και την ανανέωση και την ενότητα. Και ότι μπορεί να σεβαστεί όλους, έτσι ώστε η παράταξη να προβάλει ενιαία και πειστικά στις επόμενες εθνικές εκλογές.
Και ένα τελευταίο για όσους, για πολύ ανιχνεύσιμους λόγους, επιμένουν στο επιχείρημα του «νέου» και του «παλαιού». Ο μέγας μυστήριος ελληνικός λαός, όταν ανοίγει τα μάτια από την τύφλωση του θυμού, βλέπει απότομα και πολύ καθαρά, όπως έγινε το 1909. Οπως έγινε το 1974, όταν τη χώρα την έστησε στα πόδια της ο «αμαρτωλός», «γέρων» Κωνσταντίνος Καραμανλής. Σήμερα, ο χώρος της παράταξης είναι ο μόνος με την πιο υψηλή συγκέντρωση ικανών στελεχών, δοκιμασμένων στη διοίκηση, με προσφορά γόνιμου έργου, με αποδεδειγμένη ακεραιότητα και διεθνή ματιά, ώστε να ξανακάνουν την τύχη της χώρας ελληνική υπόθεση. Και την ίδια στιγμή είναι ο χώρος με τους περισσότερους προικισμένους νέους, που σταδιοδρομούν με επιτυχία στην επαγγελματική και κοινωνική τους ζωή και προσέρχονται με διάθεση –και δυνατότητα –προσφοράς στην πολιτική. Ετσι ώστε όχι μόνο να βγει η χώρα από την κρίση, αλλά να γίνει πολύ καλύτερη απ’ ό,τι ήταν, πριν μπει στην κρίση.
Αυτό κρίνεται στις 12 Νοεμβρίου. Και είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει η συμμετοχή υπόθεση των περισσοτέρων.