Η δημοκρατία είναι εξ ορισμού γενναιόδωρη. Εγγυάται ισονομία για όλους. Επιτάσσει τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ακόμη και του χειρότερου εγκληματία. Προσφέρει τη δυνατότητα έκφρασης ακόμη και στους εχθρούς της. Μερικές φορές, μάλιστα, η γενναιοδωρία της φτάνει σε επίπεδα ακραίου συμβολισμού: ο γιος του δολοφόνου επιτίθεται με αγοραίο τρόπο σε στενό συγγενή ενός θύματος του πατέρα του, την ώρα ακριβώς που ο τελευταίος παίρνει ολιγοήμερη άδεια χάρις στους νόμους της αστικής δημοκρατίας, στην οποία όχι μόνο δεν πιστεύει, αλλά επιδιώκει και να την καταλύσει.
Η δημοκρατία, επίσης εξ ορισμού, είναι και αφελής. Πιστεύει ότι κάθε άνθρωπος που έχει παραβιάσει τον νόμο μπορεί, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να μετανιώσει, να ασπαστεί τις οικουμενικές αξίες και να αποδοθεί σωφρονισμένος στην κοινωνία. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: κάθε φιλήσυχος άνθρωπος μπορεί, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να ασπαστεί την ολοκληρωτική ιδεολογία του ηγέτη του και να δικαιολογήσει τα μεγαλύτερα εγκλήματά του. Το απέδειξε η Χάνα Αρεντ, το αναλύει ο Τόμας Μαν στο βιβλίο του «Αυτός ο πόλεμος» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις.
Η χορήγηση 48ωρης άδειας στον Κουφοντίνα στηρίχθηκε, λένε, στην καλή συμπεριφορά που έδειξε στα χρόνια της φυλάκισής του και στο γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν ζητά τη μεταμέλεια του αιτούντος. Εδώ προκύπτουν τρία ερωτήματα. Το πρώτο είναι κατά πόσον η απόφαση του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης ή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Αν ένας καθηγητής στοχοποιείται επειδή έκανε παρατήρηση σε άτομα που λέρωναν τον τοίχο του πανεπιστημίου, μπορεί να φανταστεί κανείς διάφορες «επαναστατικές» κυρώσεις που θα υφίστατο ένας εισαγγελέας που δεν δίνει άδεια στον «Λουκά» της 17Ν.
Το δεύτερο ερώτημα είναι τι άλλαξε από την τελευταία απορριπτική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Το μόνο που μπορεί να βρει κανείς είναι δηλώσεις του Κουφοντίνα με τις οποίες εκφράζει την αλληλεγγύη του σε άτομα που διαπράττουν πράξεις βίας. Κι έτσι ερχόμαστε στο τρίτο ζήτημα, που ουσιαστικά έκρινε την τύχη της αίτησής του: στην πεποίθηση δηλαδή των μελών του Συμβουλίου ότι δεν υπάρχει κίνδυνος ούτε τέλεσης νέων εγκλημάτων από τον κρατούμενο στη διάρκεια της άδειάς του ούτε φυγής του. Πώς δικαιολογείται αυτή η πεποίθηση; Με ποιον διαβολικό τρόπο δηλαδή συνδέεται η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα με την απάντηση στο τρίτο;
Η οργή και ο πόνος που νιώθουν οι συγγενείς των θυμάτων ενός κατά συρροή δολοφόνου όταν τον βλέπουν να κυκλοφορεί ανάμεσά τους δεν μπορεί ασφαλώς να ληφθούν υπόψη στην απόφαση ενός δικαστικού οργάνου. Αν μη τι άλλο, όμως, τους οφείλεται σεβασμός. Ο υπουργός Δικαιοσύνης απέδειξε για άλλη μια φορά χθες ότι η κατάπτωση της κυβέρνησής του δεν έχει πάτο. Αλλά η ημέρα δεν ανήκει ούτε σ’ αυτόν ούτε στον αδειούχο ισοβίτη. Ανήκει στον Παύλο Μπακογιάννη και τα άλλα θύματα της εγχώριας τρομοκρατίας.