Μεθαύριο, Δευτέρα, συμπληρώνονται 38 χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή ο δημοσιογράφος Γιάννης Τσιριμώκος, γνωστός ως Γιάννης Μαρής, πατέρας του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Δεν τον γνώριζα προσωπικά, αλλά θυμάμαι την ημέρα της κηδείας του. Μόλις είχα περάσει την εφηβεία τότε, έβαλα το καλό μου παλτό και πήγα στο νεκροταφείο. Αισθανόμουν αμήχανα, ντρεπόμουν ολομόναχη ανάμεσα σε αγνώστους, δεν είχα πάρει, έστω, μία φίλη μαζί. Αλλά ο υπερχειλίζων μελοδραματισμός της ηλικίας με τραβούσε από το μανίκι. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην αποτίσω φόρο τιμής στη μνήμη του. Με θυμάμαι στην είσοδο της εκκλησίας να παρατηρώ αυτούς που έμπαιναν προσπαθώντας να ανακαλύψω στις φιγούρες τους τις εμπνεύσεις του, τις απαρχές των ηρώων του. Και στη συνέχεια να ακολουθώ, πίσω πίσω, τη νεκρώσιμη πομπή, ανακαλώντας στη μνήμη μου τις πολλές κηδείες που έχει περιγράψει στα βιβλία του (με τον αστυνόμο Μπέκα σε μια άκρη, να ανιχνεύει στις εκφράσεις των τεθλιμμένων, πιθανούς ενόχους). Ηταν σαν μια τελευταία ευκαιρία να έχω μια ψευδαίσθηση δικής μου παρουσίας στον κόσμο του Γιάννη Μαρή. Που ανακάλυψα στην τελευταία τάξη του Δημοτικού και διάβαζα, στην αρχή στα κρυφά, κάτω από τα σκεπάσματα.
Η αφήγηση, η αστυνομική πλοκή, οι χαρακτήρες στα μυθιστορήματά του είναι η αφορμή για μια κατάδυση σε αυτόν τον κόσμο που, αν και σμιλεμένος από τη συνθήκη της μυθοπλασίας, έχει τα στοιχεία του ντοκουμέντου. Από τη μία ο συγγραφέας Μαρής –που η επίσημη λογοτεχνική κριτική της εποχής του δεν ασχολήθηκε με το έργο του και χρειάστηκε να περάσουν τριάντα χρόνια για να τον «ανακαλύψουν» οι νεότεροι μελετητές –απελευθέρωνε τη φαντασία. Και από την άλλη ο δημοσιογράφος Τσιριμώκος, με αριστερές καταβολές και δράση (στην κηδεία του είχα αναγνωρίσει σημαντικές μορφές της Αριστεράς που ήξερα από τις εφημερίδες) την κατέβαζε στο πεζοδρόμιο της πραγματικότητας. Μέσα από αυτό το δίπολο αναδύεται η μοναδική ατμόσφαιρα των βιβλίων του.
«Αθηναϊκό μυθιστόρημα». Ετσι έγραφε στα περισσότερα εξώφυλλα των παλαιότερων εκδόσεων. Διότι, ως ατμόσφαιρα, περί αυτού πρόκειται ακόμη και αν εκτυλίσσονται στη Μύκονο, την Υδρα ή τον Πλαταμώνα. Η Αθήνα του Μαρή βέβαια είναι το Κολωνάκι που πίνει απεριτίφ στα κέντρα της πλατείας, της Πανεπιστημίου και της Σταδίου, δίνει τα ραντεβού της στο μπαρ της «Μεγάλης Βρετανίας», τα μεσημέρια τρώει στο «Κεντρικόν» και τον «Γεροφοίνικα», διασκεδάζει στην «Αθηναία», ξενυχτάει στα «μοντέρνα», υπόγεια στέκια της Φωκίωνος Νέγρη. Περνάει τα Σαββατοκύριακα σε επαύλεις στο Ψυχικό, το καλοκαίρι «πετάγεται» στα κοντινά νησιά, δημιουργεί τον πρώτο πυρήνα της κοσμικής Μυκόνου και υποδέχεται το φθινόπωρο στο «Σεσίλ» της Κηφισιάς. Οι λαϊκές συνοικίες υπάρχουν μόνο για κάτι σύντομα, κρυφά συναπαντήματα, νύχτα με βροχή. Οι ήρωές του έχουν ονόματα όπως Τζον Αυλακιώτης, Τζον Σιγανός, Αρης Μπονσαλέντης, Ζανέτ Φλωρά, Εύα Γιαβάσογλου, Ηρώ Μαλίλο. Οι πλούσιοι είναι επιρρεπείς στη διαφθορά και στις εξωσυζυγικές σχέσεις, η απόκτηση της περιουσίας τους συνδέεται με ύποπτα μυστικά, σχέσεις με Γερμανούς και κλοπές θησαυρών των Εβραίων. Οι γυναίκες, οι περισσότερες γύρω στα τριάντα (ώριμες για την εποχή εκείνη), μοιραίες, υπέρκομψες και πολύ συχνά αδίστακτες, όταν δεν είναι αδιέξοδα ερωτευμένες, χρησιμοποιούν το σεξ ως μέσον μέχρι να ερωτευτούν. Και απέναντι σε αυτόν τον υπέρλαμπρο εκμαυλισμό, ο μικροαστός αστυνόμος Μπέκας, όχι ως τιμωρός, αλλά ως εγγυητής ενός συστήματος δικαιοσύνης.
Δεν είναι μόνο η προσωπική νοσταλγία γι’ αυτό το κείμενο. Είναι, με αφορμή την επέτειο του θανάτου του, η αντανάκλασή της στο σήμερα. Αυτό που γράφει ο Βασίλης Βασιλικός στα «18 κείμενα για τον Γιάννη Μαρή» (εκδόσεις Πατάκη) όταν κάνει λόγο για την «… υστερία της στέρησης, αφού η δίψα “for more Maris” δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πια».