Τις πολιτιστικές ειδήσεις, την τελευταία εβδομάδα, μονοπωλεί η εικόνα των δημόσιων μουσείων και ιδιαίτερα αυτών της περιφέρειας. Μια εικόνα επαναλαμβανόμενη, αλλά και συν τω χρόνω επιδεινούμενη. Από την 1η Νοεμβρίου, οπότε λήγουν οι συμβάσεις του εποχικού προσωπικού, που υποστηρίζει το διευρυμένο θερινό ωράριο των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων, ξεκινά η υπολειτουργία τους. Ελλείψει φυλακτικού προσωπικού κάποια κλείνουν συγκεκριμένες μέρες. Σε άλλα, κάποιες αίθουσες είναι αφύλακτες, άρα απροσπέλαστες στους επισκέπτες. Αλλού, τα πωλητήρια δεν λειτουργούν, αφού έληξαν οι συμβάσεις των εποχικών υπαλλήλων που τα εξυπηρετούσαν.
Δικαίως οι τοπικές κοινωνίες –περιφέρειες, δήμοι, πολιτιστικοί σύλλογοι –ξεσηκώνονται στο άκουσμα ότι το μουσείο τους θα υπολειτουργεί τους επόμενους μήνες. Γνωρίζουν ότι η σωστή αξιοποίηση, διαχείριση και προβολή του πολιτιστικού τους αποθέματος είναι άμεσα συνυφασμένες με την τοπική ανάπτυξη και την οικονομία τους. Ειδικά, τα δύο τελευταία χρόνια που η τουριστική περίοδος φαίνεται να διευρύνεται με την αύξηση των τουριστικών ροών –λόγω πολιτικών συγκυριών στην ευρύτερη περιοχή μας και όχι εξ αιτίας κάποιας φωτισμένης πολιτικής –η αντίδρασή τους είναι εύλογη.
Το υπουργείο Πολιτισμού σήμερα, περισσότερο άβουλο και μοιραίο από ποτέ, εγκλωβισμένο στις υπόγειες αντιπαραθέσεις των μελών της πολιτικής ηγεσίας, στις ιδεοληψίες τους, στις δουλείες τους, στην μηδενική ικανότητά τους στη διαχείριση κρίσεων, αναζητά εμβαλωματικές λύσεις. Προφανώς δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Τα κλειστά μουσεία και οι υπολειτουργούντες αρχαιολογικοί χώροι δεν είναι ανεκτά. Καμία πρόνοια, πρόβλεψη ή πρόληψη δεν υπήρξε παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα που ανέκυψε την 1η Νοεμβρίου ήταν δεδομένο μήνες πριν.
Υπήρξε μέριμνα για την ενεργοποίηση των πόρων της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου για την απασχόληση στον τομέα του Πολιτισμού; Ενεργοποιήθηκαν οι διοικητικές διαδικασίες για την πρόσληψη επιπλέον εποχικών υπαλλήλων ώστε να καλυφθούν και οι τρέχουσες ανάγκες; Οι αναγκαίοι πόροι υπήρχαν. Μπορούσαν να δεσμευθούν από το ποσό των δεκαεπτά εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων διέθεσε στο υπουργείο τον Μάρτιο 2017 –πού διετέθησαν άραγε αυτά τα χρήματα; Τι απέγινε με τη διαδικασία της πρόσληψης των τριακοσίων μόνιμων φυλάκων, την οποία εν χορδαίς και οργάνοις εξήγγειλε προ μηνών ο Πρωθυπουργός, προκειμένου να ανασταλεί προγραμματισμένη απεργία των αρχαιοφυλάκων;
Και βεβαίως, ούτε λόγος να γίνεται για τον εκσυγχρονισμό της αντιμετώπισης του εξαιρετικά σοβαρού και ευαίσθητου προβλήματος της φύλαξης των χώρων και των μουσείων. Δοκιμασμένες καλές πρακτικές, που εφαρμόζονται δεκαετίες στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ εξακολουθούν να αποτελούν ταμπού για το υπουργείο Πολιτισμού. Η εικόνα που εκπέμπεται δεν έχει περιθώριο να παραμένει ως έχει. Η αλλαγή απαιτεί τόλμη και βαθιά αίσθηση ευθύνης. Απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση ώστε να αντιμετωπιστεί η αντίδραση όσων έχουν επιβάλει κατ’ εξοχήν συντηρητικές, φοβικές, συντεχνιακές προσεγγίσεις στον χώρο του πολιτισμού. Οσων ξεχνούν συνειδητά ότι ο πολιτισμός είναι δημόσιο αγαθό, η διαχείριση του οποίου απαιτεί αυστηρούς κανόνες ώστε να είναι πάντα προσβάσιμο στο σύνολο της κοινωνίας.
Η Λίνα Μενδώνη είναι αρχαιολόγος και πρώην γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού