Δυο χρόνια μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης της Αριστεράς στη Λισαβόνα υπό τον Σοσιαλιστή Αντόνιο Κόστα και με τις ψήφους της κομμουνιστικής, της ριζοσπαστικής και της οικολογικής Αριστεράς, η Πορτογαλία, όχι μόνο δεν μπήκε σε περιπέτειες, όπως πολλοί στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο και αλλού στοιχημάτιζαν και ανέμεναν, αλλά αντιθέτως τείνει να εξελιχθεί σε παράδειγμα προς μίμηση για τις δυνάμεις τόσο της ρεφορμιστικής όσο και της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη. Και αυτό διότι στην περίπτωση της Πορτογαλίας αποδεικνύεται προς το παρόν περίτρανα ότι είναι εφικτή η εφαρμογή κοινωνικά ευαίσθητων οικονομικών πολιτικών εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου τήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά χωρίς τυφλή υποταγή στις ντιρεκτίβες λιτότητας των Βρυξελλών. Η περίπτωση της Πορτογαλίας αρχίζει λοιπόν να φαντάζει σαν έξοδος κινδύνου κυρίως για την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, η επιρροή της οποίας έχει πλέον συρρικνωθεί ανησυχητικά, αλλά και για την παραδοσιακή και ριζοσπαστική Αριστερά της Ευρώπης, τουλάχιστον αυτής που δεν συναγελάζεται με τις δυνάμεις του λαϊκισμού.

Ηδη ανάλογες διεργασίες συντελούνται στην πολιτική σκηνή του Βελγίου, όπου το άλλοτε ακροαριστερό Κόμμα της Εργασίας, που οι δημοσκοπήσεις το εμφανίζουν εσχάτως τρίτο στις πολιτικές προτιμήσεις των γαλλόφωνων Βέλγων, ανακοίνωσε ότι δεν θεωρεί πλέον ταμπού την απαγόρευση του διαλόγου με τους Σοσιαλιστές και ότι είναι ανοιχτό σε προτάσεις υπέρ της δημιουργίας ενός συμμαχικού πολιτικού σχηματισμού με τη συμμετοχή και των Οικολόγων.

Πού οφείλεται όμως η επιτυχία του αριστερού εγχειρήματος στην Πορτογαλία; Κατά τον Πασκάλ Ντελβίτ, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, στο γεγονός ότι σε αντίθεση με την κυβέρνηση Τσίπρα που σε πρώτη φάση επέλεξε τη μετωπική σύγκρουση με τις Βρυξέλλες, η κυβέρνηση Κόστα έπραξε το εντελώς αντίθετο. Κινήθηκε εξαρχής με σεβασμό στις βασικές συμφωνίες με την τρόικα και τους ευρωπαϊκούς στόχους, επιλέγοντας ωστόσο για την επίτευξή τους μείγματα αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής που συχνά διέφεραν από τις πάγιες επιλογές λιτότητας. Και αυτό σε πείσμα των προειδοποιήσεων Σόιμπλε ο οποίος τον Μάρτιο του 2016 δεν δίστασε να προαναγγείλει ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης της Λισαβόνας που τελικώς αποδείχθηκε αχρείαστο.

Την πολιτική της μη σύγκρουσης με τους δανειστές την είχε άλλωστε επιλέξει από την πρώτη στιγμή το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Πορτογαλίας δεσμευόμενο εγγράφως στις Βρυξέλλες ότι θα τηρεί τα όσα συμφωνούνται, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Αυτό που ίσως εν προκειμένω πραγματοποίησε ένα μεγάλο βήμα ήταν το παραδοσιακά σκληροπυρηνικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που δείχνει να λησμόνησε ακόμα και την «προδοσία» της Επανάστασης των Γαριφάλων από τους Σοσιαλιστές μετά την πτώση της δικτατορίας του Σαλαζάρ.

Ανάλογης εμβέλειας βήματα είναι ασφαλώς αναγκαία για τη δημιουργία μιας Αριστεράς νέου τύπου στην Ευρώπη με ριζοσπαστικά και ρεφορμιστικά χαρακτηριστικά. Η σχετική συζήτηση διεξάγεται ήδη στην Ιταλία και είναι συναρτημένη με το πολιτικό μέλλον του Ρέντσι. Διεξάγεται στην Ισπανία όπου όμως διαπλέκεται με το καταλανικό ζήτημα στο οποίο οι θέσεις Σοσιαλιστών – Podemos διαφέρουν. Διεξάγεται στη Γαλλία όπου προς το παρόν στο χώρο της Αριστεράς δεσπόζει ο Μελανσόν και έπεται η Γερμανία όπου η αδυναμία των Σοσιαλδημοκρατών να διαβουλεύονται με όσους βρίσκονται αριστερότερά τους δείχνει όλο και περισσότερο ξεπερασμένη.